Η Δάφνη

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 02 Αύγουστος 2019 13:55 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Η Δάφνη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μια γριά. Ήταν πολύ φτωχοί. Το σπίτι τους βρισκόταν σε ένα βουνό. Είχαν καημό, που δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά.

Για να ζήσουν έκαναν διάφορες δουλειές. Ο γέρος έκοβε ξύλα και τα πουλούσε. Η γριά μάζευε χόρτα, μανιτάρια, βότανα, μυριστικά. Έκοβε κάστανα, όταν ήταν η εποχή τους. Της άρεσε να μαζεύει τσάι, φασκόμηλο, μέντα, χαμομήλι, ρίγανη, δεντρολίβανο, δάφνη. Κάποια από αυτά τα φύτευε σε γλάστρες για να τα έχει στο σπιτικό της. Τους μιλούσε. Τα χάιδευε. Τα πρόσεχε. Τα αγαπούσε. Συχνά έλεγε στον άντρα της: «Η μοίρα μας ήταν να μείνουμε άκληροι, για τούτο, εγώ έχω τις γλάστρες μου σαν παιδιά μου». Ο γέρος αποκρινόταν: «Τέτοια ήταν η τύχη μας. Αν αυτό σε ευχαριστεί, κάνε όπως νομίζεις». Μια μέρα μάλιστα της είπε: «Η δάφνη σου μεγάλωσε, έχει θεριέψει για τα καλά γυναίκα».

Ένα βράδυ ένα αρχοντόπουλο έφτασε στο σπίτι των γέρων. Κατέβηκε από το άλογό του και χτύπησε την πόρτα: «Είναι μακριά από δω η πολιτεία;» ρώτησε. Ο γέρος αποκρίθηκε: «Είναι μία ώρα με το άλογο. Μα απόψε δεν έχει φεγγάρι κι ο δρόμος δεν είναι καλός. Αν θες, μπορείς να μείνεις εδώ». «Ευχαριστώ!» είπε το αρχοντόπουλο. Οι γέροι στρώσανε τραπέζι για τρεις. Φάγανε, ήπιανε κι ετοιμάστηκαν για ύπνο. «Κοιμήσου εδώ, δίπλα στο παραθύρι που είναι η δάφνη μου», είπε η γριά στο παλικάρι. Έτσι κι έγινε.

Το βράδυ, ενώ όλοι κοιμούνταν, ένα κορίτσι βγήκε από τη δάφνη. Πήγε στην αυλή, καβάλησε το άλογο του παλικαριού κι έφυγε. Όταν γύρισε, από τη βιάση της, μην την δουν, έδεσε αλλού το άλογο. Το αρχοντόπουλο το πρωί σηκώθηκε και ντύθηκε. Κάνει να πάρει το άλογό του, μα αλλού το έψαχνε κι αλλού το βρήκε. Παραξενεύτηκε. Ρώτησε τη γριά: «Πήρε κανείς το άλογό μου;» «Ποιος να το πάρει, παλικάρι μου, μες στη νύχτα;» αποκρίθηκε εκείνη. Πριν δύσει ο ήλιος το αρχοντόπουλο χαιρέτησε τους γέρους και είπε: «Ευχαριστώ για τη φιλοξενία!» Αλλά δεν έφυγε. Κρύφτηκε με το άλογό του και περίμενε.

Πέρασε ώρα. Ξάφνου είδε μια κοπέλα να βγαίνει από τη δάφνη. Την άρπαξε από το χέρι και τη ρώτησε: «Ποια είσαι; Εσύ πήρες το άλογό μου χτες βράδυ»; «Ναι εγώ! Με μάγεψαν οι νεράιδες. Με μεταμόρφωσαν σε δάφνη. Η γριά με βρήκε, με ξερίζωσε και με φύτεψε στη γλάστρα της. Έτσι βρέθηκα εδώ. Τη νύχτα, από δάφνη γίνομαι κορίτσι. Για να λυθούν τα μάγια πρέπει να πιω από το νερό μιας πηγής που βρίσκεται ψηλά, στο βουνό. Οι νεράιδες της πηγής δεν αφήνουν κανέναν να πιει. Θέλουν αντάλλαγμα», αποκρίθηκε αυτή. «Τι αντάλλαγμα»; ρώτησε το παλικάρι. «Αυτές κάνουν ξόρκια με μυρωδικά ή βότανα. Μου ζήτησαν να τους πάω ένα τσουβάλι. Μα εδώ ο τόπος δεν έχει πολλά. Μπορείς να με βοηθήσεις»;

Το παλικάρι της είπε: «Γνωρίζω ένα μέρος, μακριά από δω, που έχει μυρωδικά και βότανα. Φέρε μου ένα τσουβάλι κι ένα φλασκί νερό για το δρόμο. Θα σου φέρω αυτά που ζητάς. Μα θέλω κι εγώ μία χάρη. Θα μου την κάνεις»; «Αν είναι στο χέρι μου, ναι», είπε η κοπέλα. Μετά έτρεξε στο σπίτι και του έφερε ό,τι ζήτησε.

Το παλικάρι ξεκίνησε. Η κοπέλα περίμενε με υπομονή. Το άλλο βράδυ το παλικάρι γύρισε. Πλησίασε τη δάφνη και είπε: «Έφερα ό,τι σου υποσχέθηκα». Η κοπέλα είπε: «Σε ευχαριστώ! Μπορείς να με πας στις νεράιδες»; «Μπορώ, αρκεί να μου δείξεις το δρόμο» αποκρίθηκε εκείνος. «Θα σε οδηγήσω. Μα όταν φτάσουμε, εσύ μη μιλήσεις. Μπορεί να ζηλέψουν και να σου πάρουν τη φωνή. Θα τα κανονίσω εγώ όλα» είπε το κορίτσι.

Ανέβηκαν στο άλογο παρέα. Πριν ξημερώσει, έφτασαν στην πηγή. Οι νεράιδες χόρευαν εκεί και τραγουδούσαν. Μόλις τους είδαν σταμάτησαν. Η πιο μεγάλη τους πλησίασε. «Τι γυρεύετε εδώ»; ρώτησε. Η κοπέλα της δάφνης είπε: «Έχω ένα τσουβάλι με μυρωδικά και βοτάνια για σας. Μόνο πρώτα να λύσετε τα μάγια που με κρατάνε δεμένη». Η νεράιδα είπε: «Δίκαιο ακούγεται. Πλησίασε την πηγή και πιες όσο νερό θες άφοβα». Η κοπέλα το έκανε και τα μάγια ευθύς λύθηκαν. Ύστερα ανέβηκε στο άλογο του παλικαριού και γύρισαν στο σπίτι του γέρου και της γριάς.

Το κορίτσι μπήκε μέσα και είπε: «Καλημέρα, είμαι το κορίτσι της δάφνης. Ξέρω ότι πάντα θέλατε ένα παιδί. Η γριούλα με έφερε εδώ σα δάφνη. Με φρόντισε. Έτσι επέζησα. Ήμουν μαγεμένη. Τώρα με τη βοήθεια του παλικαριού έγινα πάλι κοπέλα. Αν με θέλετε, θα μείνω μαζί σας». Τα γεροντάκια τα έχασαν. Ήταν τόση η χαρά τους, που είπαν με δάκρυα στα μάτια: «Καλωσόρισες κόρη μου». Μετά ευχαρίστησαν το παλικάρι.

Μα τώρα ήταν η σειρά του παλικαριού να ζητήσει μία χάρη από την κοπέλα. «Θέλω να έρθεις μαζί μου» της είπε. Εκείνη κοίταξε τα γεροντάκια που θα έμεναν μόνα. Της ένευσαν να τον ακολουθήσει. «Θα έρθω, μα όποτε θέλω, θα με φέρνεις εδώ να βλέπω τους γονείς μου», είπε το κορίτσι. Τα γεροντάκια τους αποχαιρέτησαν. Τους αρκούσε που θα είχαν μία κόρη, έστω κι αν αυτή έμενε μακριά. Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

Ενημερωθείτε για όλη την επικαιρότητα της Λακωνίας και όχι μόνο μέσα από τη συνεχή ροή του www.lakonikos.gr. Κάνετε like στη σελίδα και γίνετε μέλος στην ομάδα του lakonikos.gr στο Facebook για να μαθαίνετε τα νέα πρώτοι! Με το κύρος και την αξιοπιστία του "Λακωνικού Τύπου", της μοναδικής ημερήσιας εφημερίδας της Λακωνίας με ιστορία 22 και πλέον ετών

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti