Ο Καψαμπέλης

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 05 Ιούλιος 2019 12:23 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο Καψαμπέλης

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο Καψαμπέλης. Ζούσε σε ένα χωριό με αμπέλια. Τον ονόμασαν έτσι, γιατί είχε κάψει τα αμπέλια του όταν έχασε τη γυναίκα από αρρώστια. Από τη στενοχώρια σάλεψε το μυαλό του. Το χωριό δεν τον χωρούσε. Ήθελε να πάει στον Όλυμπο. Είχε ακούσει ότι εκεί ζει μια γυναίκα καλόκαρδη, ταπεινή, που όμοιά της δεν υπήρχε. Σε αυτήν έβρισκε παρηγοριά κάθε άνθρωπος. Με το λόγο της ανακούφιζε κάθε ψυχή.

Έτσι, μια μέρα φόρτωσε στο άλογό του ένα τσουβάλι μύγδαλα. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, για να φτάσει στους πρόποδες του βουνού. Συναντάει μια γριά με το γαϊδούρι της. Τη ρωτάει: «Γριούλα, έρχεσαι από το βουνό;»  Αυτή αποκρίνεται: «Είχα πάει για να κόψω ξύλα. Εσύ που πας, παλικάρι μου;» «Θέλω να βρω την καλόκαρδη γυναίκα. Θα με βοηθήσεις;» Η γριά είπε: «Τι γυρεύεις παλικάρι; Την καλόκαρδη πολλοί την αναζήτησαν, μα δεν την βρήκαν. Το βουνό έχει δάση, πηγές, ανήλιαγα μέρη, σπηλιές κι ό,τι βάλλει ο νους σου. Έχει ακόμη αγρίμια σαρκοβόρα, όμορφα ζώα και πουλιά. Κουβαλάει ιστορία, μύθους και θρύλους. Μήπως ξέρει κανείς, να πει με σιγουριά, τι από αυτά είναι αλήθεια και τι ψέμα;»

 Ο Καψαμπέλης έβγαλε από το σακί του μια χούφτα αμύγδαλα και τα έδωσε στη γριά. Εκείνη του έδωσε ένα φτερό αετού και του είπε: «Αν βρεθείς σε ανάγκη, φύσα το φτερό και πες: έλα αετέ να με βοηθήσεις». Αυτός πήρε το φτερό και τα κρέμασε με ένα σχοινάκι στο λαιμό του. Αποχαιρέτησε τη γυναίκα και συνέχισε το δρόμο του. Ανέβαινε, μέχρι που έφτασε σε ένα δάσος κι είδε μια πηγή. Κατέβηκε από το άλογο να πιει νερό. Μόλις έσκυψε στην πηγή, ακούει μια φωνή: «Μην πιεις από εκεί. Όποιος πίνει, χάνει τη λαλιά του». Γυρίζει και βλέπει ένα κορίτσι, που κρατούσε ένα καλάθι βότανα. Ρωτάει: «Αλήθεια λες; Θα χάσω τη λαλιά μου;» Το κορίτσι του λέει: «Ο αδερφός μου ήπιε και τώρα είναι μουγκός. Για να γίνει καλά πρέπει να πάρω το ραβδάκι της νεράιδας. Θα με βοηθήσεις;» «Τι θες να κάνω;» τη ρωτάει αυτός. «Θα πλησιάσω τη νεράιδα κι εσύ θα πάρεις το μαντήλι με τρόπο», λέει το κορίτσι. «Θα προσπαθήσω», λέει ο Καψαμπέλης.
 Η νεράιδα φάνηκε σε λίγο. Το κορίτσι της έδειξε τα βότανα, που πουλούσε. Η νεράιδα άφησε το ραβδάκι της πάνω σε ένα δέντρο, για να ρίξει μια ματιά στο καλάθι. Ο Καψαμπέλης άρπαξε το ραβδάκι κρυφά κι έφυγε. Το κορίτσι τον ακολούθησε. Συναντήθηκαν στο ξέφωτο του δάσους. «Πάρε το ραβδάκι!» είπε στο κορίτσι. Η κοπέλα έβγαλε από την τσέπη της ένα μήλο. «Άμα το δαγκώσεις, θα βρεθείς στην κορυφή του βουνού», του είπε. Αυτός δάγκωσε το μήλο και βρέθηκε όπου του είπε το κορίτσι.

Ύστερα ο Καψαμπέλης, δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, για να βρει την καλόκαρδη. Σε ένα μονοπάτι βλέπει δύο καβαλάρηδες. Του έφραξαν το δρόμο. «Για πού το έβαλες; Δώσε μας ό,τι έχεις επάνω σου», είπε ο ένας και τον σημάδεψε με το τουφέκι. Αυτός έβγαλε τα ρούχα του και ό,τι χρήματα είχε. Έμεινε με τη φανέλα και ένα κοντοβράκι. Οι ληστές πήραν ό,τι ήθελαν κι έφυγαν. Ο Καψαμπέλης είδε τότε το φτερό, που κρεμόταν στο λαιμό του και θυμήθηκε τη γριά. Είπε: «Έλα αετέ να με βοηθήσεις». Ο αετός φάνηκε και τον ρώτησε: «Τι θες να κάνω για σένα;» Ο άντρας είπε: «Χρειάζομαι ρούχα». «Θα σου φέρω», είπε ο αετός και πέταξε μακριά. Σε λίγο γύρισε και έφερε τα ρούχα. «Ξέρεις αν βρίσκεται εδώ κοντά η καλόκαρδη;» τον ρώτησε ο άντρας. Ο αετός είπε:  «Η καλόκαρδη ζει σε ένα πέτρινο σπίτι πλάι σε μια πηγή. Αγαπάει τα ζώα, τα φυτά, τους ανέμους, τα χιόνια, τις βροχές, τη ζέστη και το κρύο. Προχώρα προς τα εκεί που βγαίνει ο ήλιος και θα τη βρεις».

Ο Καψαμπέλης προχώρησε. Σαν έκανε κάμποσο δρόμο, είδε το πέτρινο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε μια κοπέλα με καλοσυνάτη όψη. «Ποιος άνεμος σε φέρνει στην πόρτα μου;» τον ρώτησε. «Έμαθα ότι τα λόγια σου είναι βάλσαμο για όσους έχουν πόνο στην καρδιά. Κι εγώ έχω μεγάλη στενοχώρια, γιατί έχασα τη γυναίκα μου», της λέει. «Πέρασε μέσα. Θα φέρω λίγη σούπα να φας και να ζεσταθείς», του είπε η κοπέλα.

Ο Καψαμπέλης μπήκε στο σπίτι. Κάθισε κι έφαγε τη σούπα. Όταν τελείωσε, η κοπέλα του είπε: «Η ζωή του ανθρώπου έχει δυσκολίες και βάσανα. Έχει κι όμορφες στιγμές. Φως και σκοτάδι. Οι δοκιμασίες μας κάνουν πιο δυνατούς. Λυπάμαι για τη γυναίκα σου. Μα χαίρομαι που ήρθες ως εδώ. Το βουνό έχει ομορφιές. Αν θες, θα στις δείξω». «Το θέλω», είπε αυτός.

Έτσι ο Καψαμπέλης έμεινε στο σπίτι της Καλόκαρδης. Εκείνη του έδειξε τις ομορφιές του βουνού κι αυτός αποφάσισε να χτίσει ένα καλύβι εκεί. Έφτιαξε το σπίτι του κοντά στης Καλόκαρδης. Βρήκε τη γαλήνη και την ηρεμία που αποζητούσε. Ήθελε μόνο να γεράσει κοντά στη φύση. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

Ενημερωθείτε για όλη την επικαιρότητα της Λακωνίας και όχι μόνο μέσα από τη συνεχή ροή του www.lakonikos.gr. Κάνετε like στη σελίδα και γίνετε μέλος στην ομάδα του lakonikos.gr στο Facebook για να μαθαίνετε τα νέα πρώτοι! Με το κύρος και την αξιοπιστία του "Λακωνικού Τύπου", της μοναδικής ημερήσιας εφημερίδας της Λακωνίας με ιστορία 22 και πλέον ετών

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti