Η θυσία

Δευτέρα, 06 Απρίλιος 2020 17:42 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Διήγημα του Γιώργου Ανωγειάτη, εμπνευσμένο από την ηρωική απόφαση του 85χρονου Ιταλού γιατρού Giamero Giron να στρατευτεί στον αγώνα ενάντια στον κορωνοϊό.

Ο Τζιοβάνι επέμενε:
«Θα έρθω να βοηθήσω!»
Ο Λούκα, ο διευθυντής του νοσοκομείου, δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Ωρυόταν πως αυτό δεν μπορεί να γίνει, και ότι η ηλικία του δεν το επιτρέπει:
«Θες να μπεις στο στόμα του λύκου;»
Ο Τζιοβάνι όμως τον αποστόμωσε:
«Έχω δώσει έναν όρκο, Λούκα. Κι ό όρκος αυτός δεν λέει πότε να τα παρατήσω», του απάντησε κι έκλεισε το τηλέφωνο.

Η Κλαούντια τον άκουγε σιωπηλή. Ήξερε πως ότι κι αν του πει, από τη στιγμή που πήρε την απόφαση, είναι αδύνατο να τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Χαμογέλασε πικρά και τον κοίταξε στα μάτια:
«Ώστε θα πας;», τον ρώτησε, κι αυτός της έπιασε τα χέρια:
«Καλή μου, με ξέρεις και σε ξέρω. Πενήντα πέντε χρόνια μαζί. Τι λες, θα το άντεχες να μην πάω;»
Εξακολούθησε να τον κοιτάζει στα μάτια. Καταλάβαινε πως η απόφασή του αυτή ήταν καθαρή αυτοκτονία. Εκείνος συνέχισε να χαμογελά. Τούτο το χαμόγελο της έλεγε πολλά. Ήταν ολόκληρη η ζωή της.

Τόσα χρόνια πορεύτηκε δίπλα του μόνο γι’ αυτό. Της έφτανε να τον βλέπει να χαμογελά. Ήταν όλα της τα πλούτη, κι αυτός ποτέ δεν σταμάτησε να το κάνει. Όσες μπόρες και φουρτούνες κι αν τους είχαν βρει, τις αντιμετώπιζε με τούτο το χαμόγελο.

Ακόμα και τότε, όταν ο Λουίτζι, ο μοναχογιός τους, άφησε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο, όταν ένας βιαστικός οδηγός πέρασε με κόκκινο κι εκσφενδόνισε τη μηχανή και τη ζωή του. Αυτός της είχε χαμογελάσει ψιθυρίζοντας:
«Όλα θα περάσουν, καλή μου. Ο γιος μας είναι πια άγγελος στον ουρανό και μας κοιτάζει. Δεν είναι καλό να μας βλέπει να κλαίμε!»

Τι να θυμηθεί, τι να ξεχάσει! Το πρώτο σμίξιμο όταν έπαιρνε το πτυχίο της στην αρχαιολογία, το γάμο τους, το ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου, τη γέννηση και την ανατροφή του γιου τους, το σπίτι που έχτισαν με χίλιες στερήσεις στη Βενετία, ο Τζιοβάνι δεν ζητούσε φακελάκι από τους ασθενείς του, το βραβείο της Ακαδημίας για την ανασκαφή στην Καλαβρία, έργο ζωής, την ημέρα της συνταξιοδότησης, που ήταν ή ίδια και για τους δυο…

Ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή του, ποτέ δεν σήκωσε το χέρι πάνω της, ποτέ δεν της χάλασε το χατίρι. Το γνώριζε αυτό πολύ καλά, κι αποφάσισε να παίξει το τελευταίο της χαρτί:
«Κι αν αποφάσιζα να σε παρακαλέσω να μην το κάνεις;» τον ρώτησε, κι αυτός αμέσως της απάντησε:
«Να μην το αποφασίσεις, σε παρακαλώ πολύ, καλή μου!»

Σταμάτησε εδώ. Δεν ήθελε να τον φέρει σε δυσκολότερη θέση. Ίσως κι αυτή στη θέση του, να έκανε το ίδιο. Τον είδε που ανέβηκε στο πατάρι και κατέβασε ένα σάκο. Πόσα χρόνια είχε να τον ανοίξει άραγε! Ήταν γεμάτος σκόνη. Τον ξεσκόνισε με το ηλεκτρικό σκουπάκι, και τον άνοιξε με τελετουργικές κινήσεις.

Παρατηρούσε το περιεχόμενό του κι ένα δάκρυ κύλησε. Οι πράσινες ιατρικές στολές, η μάσκα, ο σκούφος, τα λευκά παπούτσια του χειρούργου, όλα τα έβγαλε με προσοχή. Πρόβαλε την μπλούζα πάνω του, είδε την κοιλιά του που εξείχε, και γέλασε:
«Πάχυνα, στενή είναι. Όμως δεν θα μείνει για πολύ έτσι, θα φύγουν τα περιττά..».

Πήρε ένα ταξιδιωτικό σάκο, έβαλε μέσα μια φορεσιά, το στηθοσκόπιο και τον φακό που φοράει στο κεφάλι του όταν εξετάζει, τη φίλησε απαλά στο μέτωπο και βγήκε.

Όλοι οι δρόμοι άδειοι. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Οι Ιταλοί κατάλαβαν, έστω και αργά, πως μόνο αν μείνουν στο σπίτι, ο ιός θα αποδυναμωθεί. Και δεν συνέβαινε μόνο στην Ιταλία αυτό, αλλά σε παγκόσμια βάση. Όλος ο κόσμος σε καραντίνα!

Οι καραμπινιέροι τον σταμάτησαν ένα χιλιόμετρο πριν φτάσει στο νοσοκομείο. Ο επικεφαλής τον κοίταξε με άγριες διαθέσεις:
«Δεν καταλαβαίνετε τι κάνετε; Στην ηλικία σας και κυκλοφορείτε; Για σας θεσπίστηκαν όλες οι απαγορεύσεις, για να επιζήσετε!»

Ο Τζιοβάνι χαμογέλασε. Του έδειξε την παλιά ταυτότητα γιατρού, και του είπε;
«Γνωρίζω ότι είμαι υπερήλικας, ογδόντα πέντε ακριβώς, με βεβαρημένο ιστορικό υγείας, αλλά δεν φοβάμαι να μην αρρωστήσω, ή πεθάνω. Όταν αποφάσισα να γίνω γιατρός, έδωσα όρκο να φροντίζω ανθρώπους, κι αν μπορώ, να σώζω τις ζωές των συνανθρώπων μου. Αυτό θα κάνω και τώρα, αυτό που έκανα τόσα χρόνια. Είμαι εδώ για να βοηθήσω στη μάχη ενάντια στον ιό».

Είχε συμπληρώσει δέκα μέρες στο νοσοκομείο της Βενετίας. Κάθε μέρα έδινε όλο του τον εαυτό, και ποτέ δεν κοιτούσε το ρολόι του. Τούτος ο ιός ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Φοβερή εμπειρία. Μεταδιδόταν με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα. Με μια χειραψία, αλλά κι αν ακόμα μιλούσες, κι ο συνομιλητής σου στεκόταν κοντά, αυτός ταξίδευε με τα λόγια και καρφωνόταν πάνω σου, είτε στα ρούχα, είτε στο πρόσωπό σου. Ούτε γάντια, ούτε μάσκες ήταν αρκετές να τον σταματήσουν.

Τα κρούσματα αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, το ίδιο κι οι νεκροί. Στο Μπέργκαμο εκατόμβες νεκρών καθημερινά. Δεν τους χωρούσε το νεκροταφείο, κι έτσι τους μετέφεραν στρατιωτικά φορτηγά να ταφούν σε άλλες πόλεις.

Στο νοσοκομείο επικρατούσε πανικός. Κλινικές άδειαζαν, ασθενείς έπαιρναν εξιτήριο άρον – άρον, για να χωρέσουν τα νεοεισερχόμενα θύματα του φονικού ιού. Το προσωπικό έδινε τιτάνιο αγώνα, κι ήταν στα όρια της κατάρρευσης. Οι αδελφές γονάτιζαν από την υπερκόπωση, κι οι γιατροί έβαζαν αυτοκόλλητη ταινία στα βλέφαρά τους για να μην κλείνουν.

Τότε έφεραν τον Τζεντίλε, τον συμμαθητή και φίλο του, ιερέα στον ναό του Αγίου Βαρθολομαίου. Τον εξέτασε με τρεμάμενα χέρια.
«Από την κούραση», του είπε, για να του δώσει θάρρος.

Έπρεπε να διασωληνωθεί αμέσως. Χαμογέλασε πίσω από την μάσκα, και συνέχισε:
«Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά».
Εκείνος έκανε το σήμα της ευλογίας με το χέρι του, κι ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό του:
«Στα χέρια σου, φίλε μου, αφήνω την ζωή μου», του είπε.

Έδωσε εντολή να διασωληνωθεί. Γνώριζε ότι είχε απομείνει μόνο ένας αναπνευστήρας διαθέσιμος. Οι αδερφές τον κοίταξαν, σαν να του έλεγαν:
«Κι αν χρειαστεί άλλος;», κι εκείνος τους απάντησε με το βλέμμα του:
«Θα περιμένουμε να πεθάνει κάποιος, για να τον διασωληνώσουμε».

Η διασωλήνωση του Τζεντίλε πραγματοποιήθηκε, χωρίς να πει κανένας τίποτα άλλο. Μπήκε στην τουαλέτα για να κλάψει. Το αντισηπτικό εκεί είχε τελειώσει. Δεν τόλμησε να σκουπίσει τα δάκρυά του με τα χέρια. Τα άφησε να κυλήσουν στην μάσκα. Τον αγαπούσε τον Τζεντίλε. Μαζί είχαν μεγαλώσει. Ίδια γειτονιά, ίδιο σχολείο. Μαζί στο στρατό κατόπιν, μαζί παντού. Και παρόλο που δεν ήταν θρήσκος, δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε στην εκκλησία, μόνο για να τον ακούσει.

Ήξερε ότι θα πεθάνει. Ούτε δέκα μέρες ζωή δεν του έδινε, γι’ αυτό έβαλε τα κλάματα. Δεν τον βαστούσαν τα πόδια του. Πέταξε την βρεγμένη μάσκα κι έριξε νερό στο πρόσωπό του.
«Κι εγώ θα φύγω», μουρμούρισε.

Το βράδυ, παρά την υπερβολική κούραση, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Η Κλαούντια του χάιδευε το κεφάλι, τον νανούρισε με το Ελληνόφωνο «Άντρα μου πάει», που του άρεσε πολύ, αλλά αυτός ήταν απαρηγόρητος. Έχανε τον καλύτερό του φίλο, και μάλιστα τόσο ύπουλα, από έναν τετραπέρατο ιό.

Το πρωί τον είδε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο, πίσω από τον αναπνευστήρα. Γύρισε πίσω το πρόσωπό του, για να μην κλάψει ξανά. Έφυγε τρέχοντας, καθώς άκουσε την σειρήνα του ασθενοφόρου να ουρλιάζει. Συνηθισμένος ήταν, αλλά τώρα καταλάβαινε πως κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει. Κι είχε δίκιο. Έφεραν έναν σαραντάχρονο άντρα καταματωμένο.
«Τροχαίο», του είπε ο λαλίστατος συνοδός, πριν ακόμα τον τοποθετήσουν στο κρεβάτι του χειρουργείου.
«Χρειάζεται αίμα και άμεση επέμβαση», συνέχισε.

Οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι είχε δίκιο. Σπασμένο μηριαίο οστό, λεκάνη, κερκίδα και ωλένη, τρία πλευρά, και διάσειση. Έπιασε αμέσως δουλειά. Δεν κοίταξε ποιον χειρουργεί, μόνο έδινε οδηγίες στον αναισθησιολόγο δίπλα του, και ζητούσε τα κατάλληλα νυστέρια από τις αδελφές συνεχώς.

Σε τρεις ώρες είχε τελειώσει. Θα ζούσε, όμως χρειαζόταν να διασωληνωθεί. Έδωσε την εντολή, όμως όλοι τον κοίταξαν με κατεβασμένα κεφάλια. Ο βοηθός του τόλμησε να πει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι αναπνευστήρες. Νόμισε ότι θα καταρρεύσει.
Και τι έκανε λοιπόν τόσες ώρες; Γιατί το έκανε; Να τον αφήσουν να πεθάνει, ενώ μπορούσαν να τον σώσουν;

Τότε κοίταξε το πρόσωπο του άντρα. Του φάνηκε γνωστός. Κάτι του θύμιζε. Διάβασε το όνομά του στο καρτελάκι: «Τζιουζέπε Πέντρι». Κεραυνός έπεσε και τον διέλυσε. Ναι, ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τον Λουίτζι, και δεν είχε καθίσει ούτε μια μέρα φυλακή. Ζήτησε λεπτομέρειες για το ατύχημα, και του είπαν πως κάποιος ασυνείδητος πέρασε με κόκκινο κι έπεσε πάνω του.
«Για φαντάσου!», μουρμούρισε.

Δεν χρειάστηκε ν’ ακούσει κάτι άλλο.
«Πάρτε τον, κι ακολουθείστε με!», τους είπε και τους οδήγησε στον θάλαμο του Τζεντίλε. Γονάτισε στο κρεβάτι του και του είπε σιγανά:
«Συγχώρεσέ με, αδερφέ μου!», κι έδωσε εντολή να τον αποσυνδέσουν και να τον ναρκώσουν, οδηγώντας τον σε σίγουρο θάνατο.
«Καλύτερα έτσι», βρήκε τη δύναμη να πει πριν σωριαστεί λιπόθυμος.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti