Η παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία με τα «δοντάκια» στο περιθώριο, έδειχνε μιαν όμορφη γελαστή κοπέλα, με μακριά, χυτά στους ώμους μαλλιά όλο «σκάλες», με όμορφα μάτια, μακριές βλεφαρίδες και χείλη καλογραμμένα. Απ’ την πίσω μεριά, με μελανομόλυβο παλιάς εποχής, ήταν σημειωμένο ένα τετράστιχο:
«Το σώμα και τα κόκαλα
Όλα θα γίνουν χώμα
Μα η φωτογραφία μου
Θα βρίσκεται ακόμα».
Εν …..τη 14η Απριλίου 1939
Ενθύμιον
Σοφία ……….
Το τρεμάμενο, ευγενικό χέρι που κρατούσε την φωτογραφία, ταράχτηκε πιο πολύ. Βαθύς αναστεναγμός βγήκε από χείλη πικραμένα. Τα γαλάζια μάτια της γιαγιάς Σοφίας θάμπωσαν. Πόσες και πόσες φορές, σ’ εκείνο το μοναχικό δωμάτιο του «Οίκου Ευγηρίας» που την φιλοξενούσε, δεν έγινε αυτή η φωτογραφία παράθυρο στις αναμνήσεις της.
Το όμορφο κορίτσι της φωτογραφίας, η Σοφούλα όπως την φώναζαν, είχε υπάρξει κάποτε. Έζησε. Ονειρεύτηκε. Αγάπησε. Έκανε οικογένεια.
Δυο παιδιά, ο Γιάννης και η Ελενίτσα, ήταν η ολοκλήρωση της ευτυχίας της. Τ’ ανάστησε σαν αρχοντόπουλα κι ας μην ήταν πλούσια. Τους χάρισε αγάπη απλόχερη και αληθινή, εκείνη την αγάπη που ΟΛΑ τα δίνει και ΤΙΠΟΤΕ δεν ζητάει. Κι όταν ο άντρας της ο αγαπημένος έφυγε τόσο νωρίς από κοντά της, αφιέρωσε, δουλεύοντας σκληρά, όλο το «Είναι» και τη ζωή της στα δυο αυτά παιδιά. Η μοίρα το ’φερε κι ο Γιάννης της βρέθηκε μακριά. Ρίζωσε στα ξένα. Χρόνια πολλά είχε να τον δει.
-Οι δουλειές , μάνα, …οι υποχρεώσεις … τα έξοδα …!
-Δεν πειράζει, έλεγε η μαμά Σοφία. Αρκεί να είναι καλά το παιδί.
Ευτυχώς είχε κοντάτην Ελενίτσα της. Παντρεύτηκε. Της χάρισε δυο γλυκά εγγονάκια, που έδωσαν στη ζωή της ένα νόημα νέο. Μετά από πολλά χρόνια οι δείχτες του ρολογιού της ζωής της έδειξαν ξανά «ΕΥΤΥΧΙΑ» !!!
Η γιαγιά Σοφία ήταν περήφανος άνθρωπος. Δεν ήθελε ποτέ να γίνει βάρος στα παιδιά της. Έμενε γι’ αυτό στο μικρό όμορφο σπιτάκι της του παλιού καιρού και καμάρωνε που η Ελενίτσα της κατάφερε να έχει ένα δικό της, μεγάλο, πλούσιο και όμορφο σπίτι, ζώντας μιαν άνετη κι ευτυχισμένη ζωή.
Όμως, η ανθρώπινη ευτυχία, όταν ανεβεί σε μεγάλα ύψη, προκαλεί τον κεραυνό. Η γιαγιά Σοφία αρρώστησε σοβαρά. Μπήκε στο νοσοκομείο κι όταν βγήκε, δεν ήταν όπως πριν. Βάδιζε πολύ δύσκολα και δεν μπορούσε να εξυπηρετείται μόνη της. Αναγκαστικά, άφησε το αγαπημένο σπιτάκι της και πήγε με την Ελενίτσα της.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι τα χαμόγελα χάθηκαν γύρω της. Ο γαμπρός της, πάντα βλοσυρός, κάτι μουρμούριζε πίσω απ’ την πλάτη της. Η Ελενίτσα την περιποιόταν, αλλά ήταν αμίλητη και στενοχωρημένη.
Τα βράδια η γιαγιά η Σοφία τους άκουγε να μαλώνουν με κουβέντες πνιχτές και οργισμένες. Ώσπου, κάποιο πρωί, βρέθηκε η γιαγιά Σοφία στον «Οίκο Ευγηρίας».
Γιατί δεν μπορούσαν «να την φροντίσουν σωστά»!
Γιατί ο γαμπρός της το είχε ξεκαθαρίσει από παλιά ότι «γέρους δεν θέλει στο σπίτι» . Γιατί «κουραζόταν πολύ» η Ελενίτσα και «δεν προλάβαινε»!
Γιατί «δεν ήταν σωστό να μένει δίπλα στα παιδιά με τόσα προβλήματα»!
Γιατί«στο Γηροκομείο θα ήταν καλύτερα» .
Γιατί …Γιατί…Γιατί…, αμέτρητα «Γιατί» από εκείνα που χρησιμεύουν για να χαϊδεύουν οι άνθρωποι τις ενοχές τους.
Στους τέσσερις τοίχους, λοιπόν, η γιαγιά Σοφία. Συντροφιά με τις νοσοκόμες, τους άλλους γέροντες και τις αναμνήσεις. Καλά περνούσε …την αγαπούσαν…την φρόντιζαν, αλλά …θυμόταν.
Στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς της θυμόταν. Λένε, άλλωστε, πως οι γέροντες ζουν μόνο με τις αναμνήσεις. Πολλά της έλειπαν. Και τα νοσταλγούσε. Πολλά της έλλειπαν και την πίκραιναν. Πιο πολύ τα εγγονάκια της. Λαχταρούσε το χάδι τους, την αγκαλιά τους, το φιλί τους, το γέλιο, τη χαρά στα μάτια τους, τη φωνούλα τους όταν τη φώναζαν «γιαγιά». Την έπνιγε ο πόνος και το παράπονο:
-Εγώ, θα δραπετεύσω, έλεγε στη Μαρία, την αγαπημένη της νοσοκόμα !
-Πώς θα δραπετεύσεις, γιαγιά, που δεν μπορείς να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι; αστειευόταν εκείνη .
-Κι όμως, θα δραπετεύσω, Μαρία, ξανάλεγε η γιαγιά Σοφία και πείσμωνε!
Εκείνο το βράδυ, σήκωσε τα μάτια η γιαγιά Σοφία και κοίταξε το μεγάλο ρολόι του τοίχου. Δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ξημέρωνε Κυριακή! Η δεύτερη Κυριακή του Μάη. Η γιορτή της Μητέρας. Χαμογέλασε πικρά.
Αύριο η Ελενίτσα της θα ’ρχόταν (το ’κανε κάθε χρόνο) με γλυκά και λουλούδια για να της ευχηθεί «ΧρόνιαΠολλά». Θα ’μενε για λίγο μαζί της κι ύστερα θα την άφηνε σε μια μοναξιά ακόμα σκληρότερη και πιο βαριά. Έκλεισε τα μάτια της. Το κλάμα την είχε νυστάξει.
Άρχισε να βυθίζεται σ’ ένα όμορφο όνειρο: Ήταν μια ήσυχη θάλασσα. Ένας ήλιος τεράστιος βούλιαζε στα βάθη της και την έκανε κόκκινη σαν το αίμα. Η Σοφία της φωτογραφίας στεκόταν στ’ ακροθαλάσσι. Το κύμα έβρεχε τα γυμνά της πόδια κι εκείνη ήθελε να φτάσει τον ήλιο. Ένας μαύρος καβαλάρης, πάνω σε άλογο μαύρο κι αυτό σαν το σκοτάδι, βγήκε μέσα από τον ήλιο κι ερχόταν καταπάνω της καλπάζοντας πάνω στα νερά. Ανέμιζαν πίσω τα μακριά του μαλλιά και η μπέρτα που κρεμόταν στους ώμους του πλατάγιζε στον αέρα. Δεν είχε πρόσωπο, μόνο δυο μάτια από φωτιά, κι όταν έφτασε κοντά στη Σοφία, με το γαντοφορεμένο χέρι του της έγνεψε ν’ ανέβει. Ανέβηκε πισωκάπουλα αυτή, σπειρούνισε εκείνος το άλογο κι άρχισαν να ανεβαίνουν. Η Σοφία ένιωθε σίγουρη. Λεύτερη . Λυτρωμένη! Ο αέρας δρόσιζε τα μαγουλά της κι έπαιρνε πίσω τα μακριά λυτά της μαλλιά με τις «σκάλες». Έσφιξε τα χέρια της στη μέση του καβαλάρη και κοίταξε κάτω. Ήθελε να πει κάπου «Αντίο», μα δεν ήξερε πού. Κοίταξε τ’ αστέρια που σίμωναν κι ύστερα …τίποτα!
Η Μαρία, η νοσοκόμα της πρωινής βάρδιας, άνοιξε το δωμάτιο της γιαγιάς Σοφίας στις 8 το πρωί της Κυριακής, για να της δώσει τα φάρμακά της. Η γιαγιά Σοφία κειτόταν στο κρεβάτι με τα γαλάζια μάτια της ανοιχτά, ήρεμη, ασάλευτη, χωρίς ανάσα. Μια φωτογραφία ασπρόμαυρη με «δοντάκια» στο περιθώριο, βρισκόταν στα παγωμένα ακροδάχτυλα του δεξιού της χεριού. Έδειχνε μιαν όμορφηγελαστή κοπέλα, με μακριά, χυτά στους ώμους μαλλιά όλο «σκάλες», με όμορφα μάτια, μακριές βλεφαρίδες και χείλη καλογραμμένα. Πίσω, μ’ ένα μελανομόλυβο παλιάς εποχής, ήταν σημειωμένο ένα τετράστιχο:
«Το σώμα και τα κόκαλα
Όλα θα γίνουν χώμα
Μα η φωτογραφία μου
Θα βρίσκεται ακόμα»
Εν … τη 14η Απριλίου 1939
Ενθύμιον
Σοφία ………….
Τα μάτια της γιαγιάς Σοφίας, χωρίς φως πια, κοίταζαν τη φωτογραφία ακόμα! Η νοσοκόμα έκανε τον Σταυρό της και της έκλεισε τα μάτια.
Ανατρίχιασε! Πήρε τη φωτογραφία στα χέρια της και την κοίταξε. Τα λόγια της γιαγιάς Σοφίας αντήχησαν στο έρημο δωμάτιο:
-Εγώ θα δραπετεύσω! Κι όμως θα δραπετεύσω, Μαρία!