Είναι καλοκαιρινό βραδάκι του ’60 και, πιτσιρικάς ακόμα, βρίσκομαι στον εξώστη του (νέου τότε) σινεμά «ΦΑΡΟΣ» της Σπάρτης.
Έχει ανοίξει η συρόμενη οροφή και κάτω απ’ τον μενεξεδί ουρανό που πάνω του είχαν αρχίσει ν' ανάβουν τ' άστρα, ηχούν μελωδικά τα «καμπανάκια» της έναρξης, αποσύρεται μεγαλοπρεπώς η βαριά κόκκινη αυλαία της οθόνης, χαμηλώνουν γλυκά τα φώτα, ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος της μηχανής προβολής από το καμαράκι (μηχανικός ο αξέχαστος Αργυρόπουλος), ξεπετάγεται η φωτεινή δέσμη από το τετράγωνο παραθυράκι κι αρχίζει να ζωντανεύει στο πανί μια εξωτική περιπέτεια της ανατολής, με μαγικά ιπτάμενα χαλιά, ανίκητους ήρωες με γυμνωμένα σπαθιά, αρχοντοπούλες όμορφες που γυρεύουν τη λευτεριά τους, κακούς βασιλιάδες που τις κρατούν σκλάβες…
Στο διάλειμμα μπαίνουν τα απαραίτητα τραγούδια κι εκεί, για πρώτη φορά στη μέχρι τότε ζωή μου, ακούω ένα τραγούδι που με μαγεύει και που από τότε με συγκινεί και με "ταξιδεύει" κάθε φορά που το ακούω:
«Τι μου τη χάρισες αυτή τη ταμπακιέρα
αφού για μένα πονηρά έχεις σκεφτεί
κι αφού στο βάθος θέλεις να με κάνεις πέρα
τι μου τη χάρισες τη ταμπακιέρα αυτή...»
ΠΟΤΕ δεν μπόρεσα να καταλάβω, πώς και γιατί, ένα τραγούδι εποχής, της Σοφίας Βέμπο, «ακούμπησε» έναν πιτσιρίκο του ’60, μια βραδιά καλοκαιριού, την ώρα που έβλεπε στο σινεμά «ΦΑΡΟΣ» μιαν εξωτική περιπέτεια της ανατολής.
(Και η ειρωνεία είναι, πως ποτέ στη ζωή μου δεν κάπνισα !)
Σπαρτιάτικες Αναμνήσεις: H «Ταμπακιέρα» στο «Φάρο»
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ