Κάθε καλοκαίρι κατεβαίνει από τον ουρανό της Σπάρτης ένας παππούς ασπροντυμένος, ξερακιανός, με παχύ άσπρο μουστάκι και πρόσωπο καλοσυνάτο, και περιδιαβαίνει τους δρόμους και τις πλατείες σπρώχνοντας μπροστά του ένα αυτοσχέδιο ξύλινο καρότσι με τέσσερις ρόδες ποδηλάτου, φορτωμένο με γλυκά κουλουράκια, παστέλια, ζαχαρωτά, μαντζούνια και παγωτό χωνάκι.
ΟΛΟΙ οι παππούδες σ’ αυτην τη γη έχουν εγγόνια μετρημένα, λίγα ή πολλά. Όμως αυτός ο ουράνιος παππούς, ο μπαρμπα-Βαγγέλης, είχε τα περισσότερα εγγόνια απ’ όλους τους παππούδες του κόσμου, αφού ΟΛΑ τα παιδιά της Σπάρτης, αυτά που μαζεύονταν γύρω από το καρότσι του και γεύονταν τις λιχουδιές του, τον είχαν για παππού τους κι εκείνος, πάλι τα αγαπούσε σαν εγγόνια του.
Ο μπαρμπα-Βαγγέλης, κατά κόσμον Ευάγγελος Κολλιάκος του Δημητρίου και της Παναγιώτας, γεννήθηκε στη Σπάρτη το 1902. Ορφάνεψε από πατέρα μικρός, σταμάτησε το σχολείο στη Β΄ Δημοτικού και βρέθηκε σε φούρνο του Πειραιά για δουλειά. Σε ηλικία 15 χρονών ξαναγύρισε στη Σπάρτη και ρίχτηκε με το καρότσι του και τα ζαχαρωτά του στον αγώνα του πεζοδρομίου για τον επιούσιο. Το 1931 παντρεύτηκε την Ελισάβετ Γιαγιάκου από τα Τάλαντα Μονεμβασιάς και απέκτησε 6 παιδιά, συνεχίζοντας πάντα να δουλεύει ως πλανόδιος μικροπωλητής με το καρότσι του. Στην Κατοχή, βόηθησε κόσμο και πήρε και δυο παιδιά, απ’ αυτά που είχαν έρθει στη Σπάρτη από την Αθήνα, στο σπίτι του σώζοντάς τα από την πείνα ενώ κρυφά αναλάμβανε και τα έξοδα κηδείας άλλων άπορων παιδιών, θυμάτων της κατοχής.
Μετά τον πόλεμο, ξεκίνησε απ’ το μηδέν τον «πόλεμο» της ζωής, πάντα με όπλο του το καροτσάκι του και τον ταβλά (για όπου δεν πήγαινε το καροτσάκι). Δεν θέλησε ποτέ του να γίνει καταστηματάρχης. Δεν το χωρούσε το μυαλό του μπαρμπα-Βαγγέλη ότι κάποιο πρωί θα ‘πρεπε να πάει ν’ ανοίξει την πόρτα ενός μαγαζιού αντί να πιάσει τα χερούλια του καροτσιού του και ντυμένος την άσπρη του μακριά ποδιά και την άσπρη του ζακέτα να γυρίσει τις γειτονιές της Σπάρτης με το γοργό κοφτό του βήμα, διαλαλώντας τη γλυκιά πραμάτεια του, να δει και να χαϊδέψει τα κεφαλάκια των «εγγονιών» του που με το άκουσμα της φωνής του έτρεχαν να τον προϋπαντήσουν.
Τα χρόνια περνούσαν, η Σπάρτη άλλαζε, μα ο παππούς μας ο μπαρμπα-Βαγγέλης έμενε ίδιος! Μάταια τα παιδιά του και φίλοι του γιατροί προσπαθούσαν να τον πείσουν πως έπρεπε σ΄ αυτήν την ηλικία ν’ αλλάξει τρόπο ζωής, να σταματήσει να δουλεύει μ’ αυτούς τους ρυθμούς καθημερινά. Αυτή ήταν η ζωή του μπαρμπα-Βαγγέλη και ήξερε πως χωρίς αυτή τη ζωή δεν υπήρχε Ζωή. Όμως ο Άρχοντας του Κάτω Κόσμου είχε άλλα σκοτεινά σχέδια εξυφάνει για τον μπαρμπα-Βαγγέλη!
Στα 1981, ο μπαρμπα-Βαγγέλης ήταν ήδη 79 χρονών, αλλά πάντα λεβέντης, δυνατός και γεμάτος ζωντάνια και αγάπη για τη ζωή και τους ανθρώπους. Είχε ξημερώσει μια καλοσυνάτη μέρα του Νοέμβρη και το Γυμνάσιο Αρρένων πήγε εκδρομή στην Καλογωνιά. Ο μπαρμπα-Βαγγέλης ακολούθησε κι αυτήν την εκδρομή όπως έκανε πάντα, για να πουλήσει στα παιδιά και στους καθηγητές τα καλούδια του καροτσιού του. Η μέρα κύλησε όμορφα και ήσυχη ήταν και η επιστροφή. Τα παιδιά σε χαλαρή παράταξη και στο πλάι ο μπαρμπα-Βαγγέλης σπρώχνοντας το καροτσάκι του. Λίγο πριν φτάσουν στη γέφυρα της Μαγουλίτσας έγινε το κακό: Ένα ΙΧ αυτοκίνητο που ερχόταν από Αθήνα με κατεύθυνση προς το Γύθειο προσπέρασε ένα βυτιοφόρο, χάθηκε ο έλεγχος και χτύπησε τον μπαρμπα-Βαγγέλη!!! Το καροτσάκι συντρίμμια, αναποδογυρισμένο στην άκρη του δρόμου κι ανάμεσα στα σκορπισμένα μαντζούνια και τα κουλουράκια και τα παστέλια και τους ξηρούς καρπούς, δέκα μέτρα μακριά από κει που τον χτύπησε το αυτοκίνητο, ο μπαρμπα-Βαγγέλης ακίνητος, με τα μάτια κλειστά και τα άσπρα μαλλιά του κατακόκκινα.
Όλα τα σπίτια της Σπάρτης βυθίστηκαν στη στενοχώρια και στην αγωνία. Στο νοσοκομείο της Σπάρτης οι γιατροί έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να εμποδίσουν τον μπαρμπα-Βαγγέλη να κάνει το μεγάλο, το χωρίς γυρισμό, ταξίδι. Τα τηλέφωνα του νοσοκομείου χτυπούσαν ασταμάτητα. Άνθρωποι από τη Σπάρτη, απ’ όλη την Ελλάδα κι από το εξωτερικό ακόμη, τηλεφωνούσαν για να μάθουν για την εξέλιξη της υγείας του μπαρμπα-Βαγγέλη και να παρακαλέσουν τους γιατρούς να σώσουν τον παππού τους.
Εφτά μέρες κράτησε η μάχη του μπαρμπα-Βαγγέλη στα Μαρμαρένια Αλώνια. Την ημέρα την εβδόμη, ο μπαρμπα-Βαγγέλης λύγισε, και της «Νύχτας ο Σουλτάνος» τον πήρε πισωκάπουλα και τον ταξίδεψε στον Κάτω Κόσμο.
Το νέο έπεσε στη Σπάρτη σαν κεραυνός: «Ο μπαρμπα-Βαγγέλης πέθανε»!!!
Μια ξαφνική ορφάνια έπεσε πάνω στην πόλη. Όλα τα σπίτια βούλιαξαν στο πένθος! Όλα τα σπίτια έχασαν, έτσι ξαφνικά, έναν άνθρωπο δικό τους. Δεν ήταν μόνο που χάθηκε ο μπαρμπα-Βαγγέλης! Μαζί του έσβησε για πάντα κι ένα κομμάτι της ζωής των ανθρώπων τούτης της πόλης, ίσως το πιο όμορφο, το πιο ζεστό, το πιο αληθινό, το πιο αγαπημένο!
Ήταν Νοέμβρης του 1981!
Τα χρόνια κύλησαν από τότε. Πολλά πράγματα άλλαξαν. Πολλά θυμήματα ξεθώριασαν κι έσβησαν απ’ το μυαλό και την ψυχή μας, όμως ο παππούς μας ο μπαρμπα-Βαγγέλης μένει εκεί πάντα εκεί, ζωντανός, λεβέντης, γελαστός και πολυαγαπημένος.
Γιατί ο μπαρμπα-Βαγγέλης μας αγάπησε κι αυτός και κράτησε στη ζωή μας μια γωνιά για ν’ ανθίζουν τα όνειρα.
(Το κείμενο αυτό είναι περίληψη ενός μεγάλου αφιερώματος για τον μπαρμπα-Βαγγέλη, που γράφτηκε το καλοκαίρι του 2002 και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ»).