«Διάχρονον» της Αγάπης Χατζή

Η Αγάπη Χατζή (όπως είχα επισημάνει σε έκθεσή της στον «Ιανό») είναι ανεικονική ζωγράφος και η ζωγραφική της, όπως πολλές...
Δευτέρα, 17 Οκτώβριος 2011 03:00 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
«Διάχρονον» της Αγάπης Χατζή
Η Αγάπη Χατζή (όπως είχα επισημάνει σε έκθεσή της στον «Ιανό») είναι ανεικονική ζωγράφος και η ζωγραφική της, όπως πολλές φορές η αφηρημένη ζωγραφική, προκαλεί αμηχανία σε εκείνον ειδικά τον θεατή που αισθάνεται την ανάγκη της εικονολογίας, του εντοπισμού, δηλαδή, και της ερμηνείας των συμβολικών αξιών του έργου.
Συνήθως, όταν μελετάμε την αφηρημένη ζωγραφική, κάνουμε λόγο για τη ζωγραφική του Καντίνσκυ (Wassily Kandinsky) ή για τη δυναμική του χρώματος στον αφηρημένο αμερικανικό εξπρεσιονισμό.   
Ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ο Πλάτων - κι ας εξόρισε τους καλλιτέχνες από την ιδανική του πολιτεία -  στον Φίληβο, τον τελευταίο του διάλογο, προφητεύει, κατά κάποιο τρόπο, τη γένεση της ανεικονικής τέχνης. O Σωκράτης, στον διάλογο αυτό, επισημαίνει την ευφροσύνη που προκαλούν τα όμορφα χρώματα και τα σχήματα (καθώς και οι μυρουδιές και οι ήχοι). Δυσκολεύεται να εξηγήσει στον Πρώταρχο τι ακριβώς εννοεί. Ωστόσο, επιχειρώντας να γίνει πιο κατανοητός δηλώνει ότι λέγοντας όμορφα σχήματα δεν έχει στο νου του αυτό που νομίζει ο πολύς κόσμος, δηλαδή, την ομορφιά ζωντανών υπάρξεων ή ζωγραφικών εικόνων, αλλά τις ευθείες, τις καμπύλες, τα επίπεδα που από τη φύση τους έχουν παντοτινή ομορφιά. Και η ηδονή που μας προσφέρουν είναι εγγενής και δεν εξαρτάται από τη δική μας διάθεση. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα χρώματα.
Η ανεικονική, λοιπόν, ζωγραφική ξυπνά αυτή την αίσθηση της εγγενούς ομορφιάς του χρώματος. Σʼ αυτή την εγγενή ομορφιά του χρώματος υποκύπτει η Αγάπη Χατζή, όταν ζωγραφίζει όχι με τη λογική αλλά επιστρατεύοντας την ειλικρίνεια των συναισθημάτων της και την αλήθεια της φαντασίας της.   
Επιδιώκει έτσι να εκφράσει την προσωπική της εσωτερική ζωή αλλά ταυτόχρονα να συναντήσει και να επικοινωνήσει συγκινησιακά και με την εσωτερική ζωή του θεατή.
Μοιάζει ως με τις δυνατότητες που της παρέχει το χρώμα να αγωνίζεται να συλλάβει τις προσωπικές της αλήθειες και να τις κοινωνήσει στον άλλον επινοώντας και εναρμονίζοντας τα υλικά με τις δυνατότητες που της παρέχει το χρώμα. Η έλλογη επιδίωξή της τίθεται, όταν προσπαθεί να συνθέσει χρώματα και σχήματα προκειμένου να εκφράσει την ιερότητα του συναισθήματος.
Μοιάζει ως να κινείται μόνη, σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, στον οποίο η ίδια επιχειρεί να προσδώσει νόημα, το «χρωματικό» νόημα που δημιουργεί με την παλέτα της στον καμβά και μας καλεί να το συναισθανθούμε ως σύνθεση του συναισθήματός της, της σκέψης της και του βιώματός της, ως σύνθεση του σώματος και της ψυχής της. Ως ένα νόημα, σε έναν κόσμο δίχως νόημα.
Οι αναζητήσεις της κατευθύνονται από τις δυνατότητες του χρώματος που αναδεικνύουν τη δύναμη του φωτός, κυρίως μέσω της αντιθετικότητας˙ εάν ως αντίθεση εννοηθεί η αντιπαράθεση φωτεινού-σκοτεινού και οι ποικιλόμορφες και λεπτές διαβαθμίσεις του χρώματος και του φωτός. Κάτι που γίνεται αντιληπτό στα πολλά, για παράδειγμα, κόκκινα, που μας φέρνουν σε αμηχανία προκειμένου να ονοματιστούν, αφού το λεξιλόγιό μας δεν διαθέτει, όπως το λεξιλόγιο των Maoris της Νέας Ζηλανδίας, εκατό λέξεις, για ό,τι εμείς αποκαλούμε «κόκκινο» (κόκκινο κιννάβαρι, φωτεινό κόκκινο, πορτοκαλί κόκκινο, βιολέ κόκκινο). Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο χρωματικός κώδικας της Αγάπης Χατζή να διαβαστεί σύμφωνα με όσα υποστηρίζει ο Καντίνσυ για την «εσωτερική αναγκαιότητα» και για τη «γλώσσα του χρώματος» στο βιβλίο του «Για το πνευματικό στην τέχνη».
Οπωσδήποτε ισχύει η παρότρυνση να αφεθεί κανείς στην επενέργεια του χρώματος, μακριά από την αναζήτηση κάποιου «νοήματος». Ακόμη και σε πίνακες όπως «Μυστράς», «Παρθενώνας» που θα μπορούσε να τους αποδοθεί κάποιο «νόημα» δεν επενεργούν ισχυρότερα από τους υπόλοιπους, οι τίτλοι των οποίων (οι περισσότεροι στην αγγλική γλώσσα) εξυπηρετούν περισσότερο την κωδικοποίησή τους για τις ανάγκες μιας ιστοσελίδας και όχι την αισθητική απόλαυση (ή την έλλογη προσέγγιση).
Και μιας και αναφερθήκαμε σε τίτλους, η έννοια του διάχρονου («Διάχρονον» είναι ο τίτλος της έκθεσης), της διαχρονικότητας, νομίζω εξυφαίνεται περισσότερο από την εσωτερική διαδρομή που επιτελεί η ίδια στη δια του χρώματος έκφραση (από το βίωμα έως την εξωτερίκευσή του) και όχι από μια ιστορική πορεία (όπως θα καθοριζόταν από την ιστορική πορεία του ελληνισμού: αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο).
Η αποτύπωση της αμεσότητας του συναισθήματος δεν απασχολεί μόνο τη ζωγραφική αλλά την τέχνη γενικότερα (εδώ έχουν την απαρχή τους τεχνοτροπίες όπως ο σουρεαλισμός). Νομίζω ότι είναι χαρακτηριστική η αγωνία του Φλομπέρ (Gustave Flaubert), όταν γράφει στη Louise Colet: «αυτό που θα ʽθελα να κάνω είναι ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του, ένα βιβλίο που δεν θα είχε ουσιαστικά θέμα ή που το θέμα του θα ήταν σχεδόν αόρατο, αν κάτι τέτοιο βέβαια μπορεί να γίνει» (16 Ιανουαρίου 1852).
Αυτό που δυσκολεύεται να περατώσει η λέξη το επιτυγχάνει καλύτερα το χρώμα. Αρκεί, όπως θα ήθελε ο Ίττεν (Johannes Itten), να αφεθούμε, να χαλαρώσουμε, να περιμένουμε, όσο χρειάζεται, για να συναισθανθούμε, να μην προσμένουμε να ακούσουμε τα λόγια που λέει μέσα μας η λογική, αλλά να αφουγκραστούμε την ανταπόκριση του συναισθήματος.
Η σύνθεση εξάλλου «Αείχορδον» του συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Δημήτρη Πετσετάκη, εμπνευσμένη από τα ζωγραφικά έργα της Αγάπης Χατζή, μας καλεί με τη συμβολή του ήχου σε έναν ολιστικό συγκερασμό ακοής και όρασης. Ας ανταποκριθούμε στο κάλεσμα με ανοικτές τις αισθήσεις της ψυχής μας.

(Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στα εγκαίνια της έκθεσης της Αγάπης Χατζή, με τίτλο «Διάχρονον»,στο Μουσείο Γουναρόπουλου, στις 5 Οκτωβρίου 2011).    
Δρ. Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti