Έβλεπα εικόνες απ’ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Φρίκη Χριστέ μου! Δυο χιλιάδες αεροπλάνα, χίλια πεντακόσια πλοία, θωρηκτά, υποβρύχια, τρεις χιλιάδες άρματα μάχης από τη μια μεριά κι άλλα τόσα από την άλλη. Αμερικάνικα, Γιαπωνέζικα, Γερμανικά, Αγγλικά, Ρωσικά, Συμμαχικά, φασιστικά. Και εκατοντάδες χιλιάδες κι εκατομμύρια στρατιώτες να πελεκιούνται σαν τα μυρμήγκια. Κι από πίσω τα εργοστάσια να δουλεύουν νύχτα μέρα ασταμάτητα για να βγάλουν κι άλλα όπλα, άρματα, αεροπλάνα πιο εξελιγμένα, που θα σκοτώνουν καλλίτερα.
Μηδέν η ζωή του ανθρώπου. Ένα τεράστιο μηδενικό και μια τεράστια αποτυχία. Να θερίζονται άνθρωποι, κεφάλια κομμένα, μύτες, γλώσσες, χέρια, πόδια, κορμιά, μάτια βγαλμένα, έντερα χυμένα, αίματα ποτάμια… Τι κλάμα, τι καημός, τι θρήνος σε σπίτια, αυτοκίνητα, τραίνα, πλοία, αεροπλάνα, σκότωμα, παιδάκια νέα όπως σήμερα. Πού είναι εκείνες οι μάνες;
Και όλα να κρύβουν πολύ πόνο, απελπισία, τραγωδία. Δεν περιγράφεται η τρέλλα του ανθρώπου! Αδυνατώ να συμμαζέψω μέσα στην ψυχή μου αυτή την συμφορά. Την πανανθρώπινη τραγωδία στο διάβα της Ιστορίας.
Και όλ’ αυτά κι όσα άλλα δεν βάνει ο νους (στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κρεματόρια, πείνα, τάγματα ʺεργασίαςʺ, θανάτους από δηλητήρια, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, ως και ομαδικά πεταλώματα γυμνών ποδιών μικρών παιδιών με πέταλα αλόγων είχαμε στην Αρμενία το 1915 και όλα χωρίς τύψεις, χωρίς ντροπή) στο όνομα της εφαρμογής κάποιας διαταγής. Που όλοι προσπαθούν να την εκτελέσουν στο ακέραιο, πιστοί σε κάποιο ʺκαθήκονʺ και ʺιδανικόʺ, που καθένας το στήνει όπως το θέλει. Και κανείς δεν γνωρίζει από πού έρχονται, από πού εκπορεύονται, από πού πηγάζουν αυτές οι διαταγές.
Τί είναι η διαταγή; Ένα χαρτί εξουσίας είναι. Χαρτί σφραγισμένο και υπογραμμένο, χαρτί πάντως. Ένα ασυγκίνητο πράμα που κάτι γράφει και στο τέλος έχει κάτι πιτσιλιές μελάνης και γράμματα στριφογυριστά που τα λένε σφραγίδα και υπογραφές. Του παρακάτω, του παραπάνω, του πιο πάνω, του ακόμα πιο πάνω και του ʺεντολή υπουργούʺ ο Διευθυντής τάδε. Και υπογραφή με ουρά ένδοξη σαν ντωμένο ελατήριο της λαμπρής σταδιοδρομίας του Διευθυντή.
Κι από κει και πάνω κανείς δεν μπορεί να παρακολουθήσει από πού εκπορεύονται τα χωρίς συναισθήματα αυτά χαρτιά εξουσίας ούτε θα μάθει ποτέ. Όσο για ʺκυβερνήσεις δημοκρατικέςʺ (όλες τέτοιες είναι) και εξουσίες που πηγάζουν δήθεν απ’ το λαό ή είναι ʺελέω Θεούʺ, εδώ πια η απελπισία σου θεριεύει.
Κι αν επιχειρήσεις να ιδείς πιο πίσω σε τράπεζες και ομοτράπεζους οίκους αξιολόγησης όπως τους λένε, λέσχες και στοές, εκεί πια ʺπηχτό σκοτάδι και μαυροφόρα απελπισιάʺ. Πλοκάμια παντού, άγνωστα πράγματα που κυβερνούν απρόσωπα. Δεν βλέπεις τίποτα ποτέ κι ας έχεις υποτίθεται μυαλό και μάτια. Εκεί υπάρχουν μόνο φαντάσματα και βρυκόλακες που βλέπουν εμάς ως θηράματα.
Και κανείς να μην μπορεί σ’ όλα τούτα να αντιδράσει και να πρέπει όλοι να πάνε στη σφαγή. Και όλο αυτό το μαγαρισμένο πράμα που απλώνεται σε στεριές και θάλασσες είναι ό,τι ονομάζουμε οργανωμένος άνθρωπος. Κι αυτή η ανάλγητη μηχανή να ’ναι καλά στημένη με σκοπό ν’ αποκτήσουν κάποιοι δύναμη. Πολλή δύναμη κι άλλη δύναμη για να σκοτώνουν καλλίτερα. Και σαν πεθάνουν να τη πάλι στητοί αγάλματα και ονόματα σε πλατείες, μαυσωλεία, αεροδρόμια, δρόμους και ιδρύματα.
Κι ύστερα μιλάμε για πολιτισμό, για λογικά δήθεν όντα οι άνθρωποι, για σχολεία και πανεπιστήμια που δήθεν εξανθρωπίζουν, δήθεν μας κάνουν καλλίτερους, όλα δήθεν κι όλο γινόμαστε όπως λέει ο Ντοστογιέφσκυ ʺπιο αιμοχαρείς και εμπειροπόλεμοι, πιο πρόστυχοι στην αιματοχυσία, πιο άγριοι, ύπουλοι και δόλιοιʺ. Και όλα μια τεράστια αποτυχία αφού όλα τους καλλιεργούν καθαρά τη βαρβαρότητα.
Μα, θα αντιτείνει κάποιος: θα μπορούσαμε να ζούμε σαν αγρίμια και σαν αγρίμια να τρωγόμαστε; Ιδού όμως πού φτάσαμε. Κινήσαμε γυρεύοντας κανόνες για να βάλουμε τάξη και τώρα γινήκαμε σκλάβοι ο ένας τ’ αλλουνού και όλοι μαζί προορισμένοι για κάτι αγριότερα αγρίμια πολύ πιο άγρια και ύπουλα απ’ τ’ αγρίμια. Κι αν ανακατευτούν εκείνα που λένε ιδεολογίες, θρησκείες, θεωρίες, φανατισμοί, συστήματα, τότε τρέμε εσύ άνθρωπε που όλοι λένε πως για το καλό σου φροντίζουν, που όμως πάντα σε κακό μάς βγαίνει. Τυχόν εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Ακόμα και λόγια και πράξεις, πεντακάθαρα, λαμπερά, θεϊκά πέστε τ’ ανακάτεψαν, τα στρέβλωσαν τόσο πολύ εκείνοι που υποτίθεται ʺορθοτομούν τον λόγον της αληθείαςʺ, ώστε σκότωναν στο όνομά Του, σήμερα δε, κάθε χρόνο, μιλούν για Ανάσταση (μεγάλη λέξη) και ευχές και λόγια. Όμως Εκείνος που είπε, έπραξε και θανατώθηκε γι’ αυτά, θα μείνει θαμμένος για πάντα χωρίς καμμία ελπίδα να αναστηθεί. Και όλοι εμείς της γης οι σταυρωμένοι θα τον παρακαλούμε να μας λυτρώσει απ’ τους σωτήρες και τους κοσμοκράτορες. Που στην αρχή σπέρνουν ζιζάνια, ανάβουν φωτιές και μετά πουλάνε νταβατζιλίδικη προστασία, παίζοντας στα ζάρια τη μοίρα μας. Κι ο κόσμος μαρτυράει.
Άκουγα πως μέσα στο Βερολίνο μόνο υπήρχαν περί τους 5.000, νόμιμοι παρακαλώ, άριστα οργανωμένοι οίκοι ανοχής. Και πενταπλάσιοι οι παράνομοι. Για τις ανάγκες του στρατού των Γερμανών, των Αμερικανών, των Ρώσων και λοιπών ʺσυμμάχωνʺ. Πόσες γυναίκες εκτός και εντός οίκων ανοχής εκτελέστηκαν ή βιάστηκαν! Πόσες εξαφάνισαν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι… Και όμως όλες αυτές οι θηριωδίες για τις οποίες δεν υπάρχουν λέξεις να περιγραφούν, ξεχάστηκαν και κανείς δεν τις θυμάται ούτε θέλει να θυμάται, λες και μας δέρνει νοητικό Αλτσχάιμερ πάνω στο οποίο πάντα οι εξουσιαστές ποντάρουν.
Και δεν ήταν μόνο οι πρώτος και δεύτερος παγκόσμιοι πόλεμοι με τις φρικαλεότητές τους. Όλη η ιστορία ανά τους αιώνες ίδια και χειρότερη. Και για παράδειγμα ας πάρουμε μόνο το κάψιμο των βιβλίων. Νομίζουμε ότι ήταν μόνο η πυρπόληση της Βιβλιοθήκης της Αλεξανδρείας και σ’ αυτήν πάει ο νους μας. Ποιος όμως λογαριάζει τις κατακτητικές ρωμαϊκές φωτιές, τους θρησκευτικούς εμπρησμούς, τις βιβλιοθήκες που οι φωτισμένοι Γάλλοι έκαναν στάχτη κατά τη Γαλλική Επανάσταση, το κάψιμο της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου από τους Άγγλους το 1814, τη λεία των 12 εκατομμυρίων βιβλίων από τους Σοβιετικούς το 1945, που κανείς δεν ξέρει τί έγιναν, τα ʺκατορθώματαʺ της Κινεζικής πολιτιστικής επανάστασης, τις καταστροφές των βιβλιοθηκών του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν το 1998, του Ιράκ απ’ τους Αμερικανούς το 2003, τις λεηλασίες και καταστροφές των έργων τέχνης, τις πάσης φύσεως δηώσεις στις αποικίες, τις διαρπαγές, τις πειρατείες, τις ληστείες, τις καταδρομές, τις ιεροσυλίες, τις αποψιλώσεις και πάει λέγοντας. Από πού να πιάσουμε και τί να λέμε για την ανθρώπινη κατάρα;
Και όλοι είναι έτοιμοι να τα επαναλάβουν και γι’ αυτό ετοιμάζονται με μεγαλύτερη ένταση. Ήδη τα ζούμε σήμερα αγριότερα, όπως όρισαν τ’ αρρωστημένα τους μυαλά στα σκοτεινά για μας κέντρα. (Τούτη τη στιγμή, στη Υεμένη μόνο, σε μια κουκίδα γης, έχουμε 1 εκατόμ. παιδάκια σκέλεθρα που πεθαίνουν.) Αυτό είναι αδραίς γραμμαίς το τέρας που λέγεται άνθρωπος το δήθεν λογικό, νοήμον και πολιτισμένο.
Να μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο για το διεστραμμένο, το φοβερό αυτό ζώο. Ας μπορούσε κάποιος να το πιάσει σ’ όλες του τις δίπλες (πτυχές) και να ξετυλίξει το μπερδεμένο κουβάρι της ιστορίας με τις κοπιτσιασμένες κλωστές για να δείξει τις διαστάσεις της αποθηρίωσής του. Γιατί και θεός να είναι κανείς αδύνατο να το συλλάβει σ’ όλο του το μέγεθος και την έκταση. Κι αφού αυτό δεν γίνεται, να υπήρχε τουλάχιστον ένα μηχάνημα -άλλωστε στην εποχή των τελείων μέσων ζούμε- που να μετράει τον πόνο που πέρασε ο άνθρωπος πάνω στη γη όλους αυτούς τους αιώνες. Οι ρίζες τις ζωής εξ άλλου είναι μέσα στον πόνο. Τον πανανθρώπινο τρόμο και φόβο που περνά ξεχωριστά ο καθένας, πριν εξαχνιστεί με το θάνατο.
Να υπήρχε ένα όργανο που να μετρά τον ψυχικό και σωματικό πόνο. Να τον κρατά και να τον παγιδεύει. Να του δίνει μορφή, να τον φωτογραφίζει, να τον βλέπουμε, να τον σπουδάζουμε. Δεν θα τυραννιότανε τότε το μυαλό τόσο. Έτσι μου φαίνεται. Και αφού δεν έχουμε κάποιον να του λέμε τον πόνο μας, ας είχαμε τουλάχιστον ένα τέτοιο μηχάνημα να παίρνουν μορφή οι αγωνίες μας, να μην μένουν μέσα μας.
Εγράφη (Καθημερινή 23/9/18) πως τα επόμενα χρόνια θα έχουμε 50 δισεκατομμύρια ψηφιακά διασυνδεδεμένες συσκευές κι ένα τρισεκατομμύριο αισθητήρες. Και δέκα χρόνια μετά οι διασυνδεδεμένες συσκευές θα φτάσουν τα 500 δισεκατομμύρια και οι αισθητήρες θα είναι 100 τρισεκατομμύρια (ο πληθυσμός της γης είναι 6,5 δις.) και θα μπορούν να δουν και να μετρήσουν τα πάντα. Ένα έξυπνο μέσον, ρε παιδιά, σαν τις έξυπνες βόμβες, ένας αισθητήρας να μετράει, να κρατά, να παγιδεύει, να παίρνει τον ανθρώπινο πόνο, κάτι σαν ώμος ν΄ακουμπάει η ρημαγμένη ψυχή θα βρεθεί; Να πάρει μορφή η ύπαρξη. Τα άλλα τί φελάνε; (Φελώ= είμαι χρήσιμος, έχω αξία, ωφελώ)
Τα γεράματα κι ο πόνος όλα τα ισοπεδώνουν. Σε ποιο σημείο φτάνει το ζωντανό! Σκυμμένο, καμπουριασμένο, αδύναμο, άρρωστο, εγκαταλειμμένο. Γι’ αυτό και μεις, όσοι γέροντες, δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα σοβαρά. Τίποτα να μην θεωρούμε αβάσταχτο. Κι ας ευχηθούμε -αυτό μόνο μπορούμε και εξαρτάται από μας- να έχουμε λίγο καλά τα μυαλά μας. Κι ας προσπαθούμε να είμαστε προσγειωμένοι, γαλήνιοι, δίκαιοι μέχρι να μας πάρει μαζί του το ποτάμι που λέγεται ζωή, μιας και απ’ αυτό δεν μπορούμε να γλυτώσουμε. Τρελλαίνεσαι όμως όταν σκέφτεσαι πως τίποτα δεν διδάχτηκε ο άνθρωπος απ’ τα παθήματά του. Απ’ τον μόνον ανίκητον και αθάνατον που είναι ο θάνατος και περιμένει όλους μας.