Η Μαγδαληνή του Κώστα Βάρναλη

γράφει ο Αθανάσιος Στρίκος

Δευτέρα, 16 Απρίλιος 2018 12:25 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Τα είπαμε πάλι με το φίλο:
Έχει ποιητές που γράφουν με μεράκι, με ευαισθησία πραγματικά όμορφα ποιήματα. Είναι να χαίρεσαι και να θαυμάζεις την τέχνη τους. Είναι και άλλοι, λίγοι αυτοί, που έχουν βεβαίως τέχνη, κυριαρχεί όμως το βαθύ νόημα. Και τέλος είναι άλλοι, ελαχιστότατοι, που διαθέτουν και μεγάλη τέχνη, κυριολεκτικά αρχιτέκτονες του λόγου και νόημα τόσο βαθύ, που το νόημα των ποιημάτων τους σε σκοτώνει. «Όμορφη να της κόψεις το κεφάλι», λέει ο λαός. Σκέφτεσαι, προβληματίζεσαι, γαληνεύεις, όπως π.χ ο Καβάφης, ο Βάρναλης κ.α.
 
Ο Καβάφης δεν με τρελαίνει σε όλα τα ποιήματά του. Έχει όμως 20-30 ποιήματα πραγματικά αγάλματα, διαμάντια. Όπως τα: Διακοπή, Δέησις, Τὰ τείχη, Τα κεριά, Ἆγε, ὦ βασιλεῦ Λακεδαιμονίων, Οἱ ψυχές τῶν γερόντων κ.α. Κάτι Αντιόχειες, Αλεξάνδρειες κλπ, δεν τα θεωρώ ποιήματα 100%. Δεν είναι δηλαδή κάτι που να πεις: Δεν φτάνεται, δεν πλησιάζεται ο άνθρωπος. Ο Καβάφης ήταν βαθύς γνώστης της Ιστορίας και τά ’γραψε. Ποίηση όμως 100% δεν τα θεωρώ.
Ο Βάρναλης πέρα από τη μεγάλη τέχνη και νόημα, με μερικά ποιήματά του σε καρφώνει στην καρδιά. Κεντάει ο άνθρωπος, πλέκει. Έχει ποικιλία τρόπων και παίζει το λόγο.
 
Ένα τέτοιο ποίημα είναι ’’Η Μαγδαληνή’’. Η συγκεκριμένη Μαγδαληνή, η αγαπημένη μαθήτρια του Ιησού. Και το άρθρο του τίτλου του ποιήματος σ’ αυτήν παραπέμπει. Και εδώ ο Βάρναλης είναι άγριος, σκληρός μα και γλυκός, φιλοσοφικός και με πολυπλοκότητα. Είναι μου φαίνεται τα πάντα.
Δεν γράφει ο καθένας τέτοια ποιήματα. Κι ο Βάρναλης είναι ο μόνος ίσως που είδε το θέμα της Μαγδαληνής και της σχέσης της με τον Χριστό φιλοσοφικά. Νομίζω κανένας άλλος ούτε Έλληνας ούτε ξένος, απ’ ό,τι τουλάχιστον έχω υπ’ όψη μου. Και ασυζητητί θυμίζει το ποίημα (τροπάριο) της Κασσιανής.
{Το ποίημα της Κασσιανής είναι πολύ μεγάλο. Γεμάτο πόνο, αγωνία, παράκληση. Και μόνον οι πόρνες που πέρασαν μέσα από τη βρωμιά της ζωής χωρίς να σκεφτεί κανείς πούθε ξεκίνησαν, αν είχαν σπίτια, τί τις ανάγκασε να κυλιούνται στο βούρκο. Και από πάνω να μην πληρώνουν, να τους αρπάζουν ό,τι βγάζουν, να τις δέρνουν, να τις σκοτώνουν. Να πεθαίνουν και να μην το ξέρει κανείς απ’ τους δικούς τους, που θέλουν να αγνοούν και αυτήν την ύπαρξή τους. Και όταν πεθάνει να μην υπάρχει άνθρωπος να την θάψει και η ταφή να γίνεται δαπάναις του Δήμου. Μόνον αυτές, λέω, ξέρουν πόσο σκληρή, απάνθρωπη, ανελέητη, υποκριτική και θηριώδης είναι η ζωή. «Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω.»
 
Είναι κι αυτές οι μετοχές στο τροπάριο -μεγάλο μέρος του λόγου η μετοχή, όχι όμως αναλυμένες, αφού αναλυμένη μετοχή δεν είναι μετοχή- όπως περιπεσούσα (από γύρω-γύρω), αἰσθομένη, ἀναλαβοῦσα, ὀδυρομένη στο ποίημα της Κασσιανής για να ακολουθήσει εκείνο το «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας» (Αλοίμονο σε μένα, έλεγε οδυρομένη, γιατί μέσα μου είναι κατασκότεινη νύχτα χωρίς φεγγάρι, η μανία της ασωτίας, και ο έρωτας της αμαρτίας.) Προσέξτε τις λέξεις οἶστρος, μανία και ἔρως, πού και πώς τις χρησιμοποιεί. Που λειτουργούν ως επίθετα χωρίς να είναι επίθετα, αλλά ουσιαστικά. Διπλά ουσιαστικά-ζεύγματα (οἶστος ἀκολασίας - ἔρως τῆς ἁμαρτίας και δίδεται ο βούρκος ολόκληρης της ανθρωπότητας με μια εικόνα. Και νὺξ ζοφώδης καὶ ἀσέληνος εκτοξεύοντας το νόημα η λέξη ζοφώδης).
 
Και από δω και κάτω παρακαλεί να δεχτεί τις πηγές των δακρύων της. (Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων). Όχι τα δάκρυά της αλλά τις πηγές, τις βρύσες των ματιών της. Να λυγίσει τους αναστεναγμούς της καρδιάς της (κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας). Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια σου και θα τα σφουγγίσω με τα πλοκάμια των μαλλιών μου(καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις). Εγώ που πλεχταριές με ζώνουν τα φίδια της αμαρτίας. «Κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ έκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη. Κριμάτων σου ἀβύσσους τὶς ἐξιχνιάσει.» Καὶ «μὴ τὴν σὴν δούλην σου παρίδης.» (Ἀποσμήγω, παρορῶ ρήματα που αφήσαμε και πέθαναν και μίκρυνε η ψυχή μας.) «Κρότον τοῖς ὠσὶν» (βουήξανε, καμπανίσανε τ’ αυτιά. Τί πράγμα κι αυτή η δοτική, που κι αυτή την αφήσαμε και χάθηκε) κάμφθητί μοι, τῇ ἀφάτῳ κενώσει. Άλλες δοτικές, σε μια γλώσσα που δεν παίζεται και πώς να τις εξηγήσει κανείς.
Και όλο το ποίημα μεγάλη δέηση, μεγάλη παράκληση, που εκπέμπει δύναμη θεϊκή θά ’λεγα που αγγίζει όλους μας. Η δέηση της πόρνης σώζει και μας.
Και όταν τό ’ψελνε ο Περιστέρης, άλλοτε πρωτοψάλτης της Μητροπόλεως Αθηνών -με κάποιους καλούς ψάλτες τρελαινόμουν- τό ’φτανε στον ουρανό. Ειδικά εκείνο το « οἴμοι!» (αλλοίμονο) στην αρχή και το «τίς» (ποιός) στο τέλος, το ανέβαζε, το ανέβαζε, το ανέβαζε ώστε έβγαινε η μεγάλη απορία (τίς;). Μεγάλα πράγματα όμορφα που σε μεταφέρουν σε άλλους κόσμους. Και βεβαίως δεν μεταφράζονται, μόνο νοιώθονται. Μια τέτοια πόρνη ήταν η Μαγδαληνή.}
 
Όμως ο Βάρναλης στη Μαγδαληνή του εκτός από άγριος, σκληρός μα και γλυκός, φιλοσοφικός και με πολυπλοκότητα που είπαμε ήδη, αναδεικνύει ακόμα πιο πολύ τον πόνο, το φόβο, την αγωνία και την απόγνωση. (Μου τινάζαν άξαφνα τ’ αγνώστου φόβοι την καρδια / και μου κοβόταν η αναπνιά… )
Και είναι δουλεμένο πολύ το ποίημα αυτό λες και ακούς αιθέρια μουσική. Και θέλει τέχνη ακόμα και να το διαβάσεις. Εικόνες που καθηλώνουν. (Μες σε παλάτια που σα σπήλια αντήχαν απ’ τις μουσικές / κι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα…) Παλάτια αλλά και σπήλια. Αστράμματα και σκοτεινιές. Κοσμικό και απόκοσμο σε ένα στίχο.
Και μέσα σε τέτοια παλάτια η Μαγδανηνή ήταν αυλητρίδα, πόρνη πολυτελείας, χανούμισσα και γκέισσα, ίδια πάντα όπου γης σε κάθε εποχή και κυριαρχούσε στην «τεσσεροβασίλευτη Γιουδαία». Τετραρχία είχε η Ιουδαία. Και μέσα σ’ αυτά μια πόρνη πανίσχυρη, που τη δύναμή της αντλούσε «από του κόρφου της τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα./ Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη / …ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα». Μπροστά στα πόδια της γονάτιζε όλη η Ρωμαϊκή άρχουσα τάξη.
 
Και όμως μέσα της ήταν σκοτάδια. Και εδώ προβάλλει καθαρά ένας άλλος άνθρωπος, αγνός, η δύναμη του πόνου.
Σκοτάδια είτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιά
Και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια…
Μέχρι που εμφανίστηκε Εκείνος. Όχι ξαφνικά.
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά.
Ούτε ωραίος ήταν. Άλλα ήσαν τα αρχοντόπουλα, οι πλούσιοι, οι αξιωματούχοι, οι επώνυμοι.
Ωραίος δεν ήσουν τίποτα δεν είχες πάνω σου άξιο!
……………………………………………………………
Κοίταγες ταπεινά τη γη ως μίλαες σιγά κι αργά
Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά
Κι ως σήκωνες τα μάτια σου, δεν βάσταα να κοιτάξω

Κι ένοιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα
την εφτυχία τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό
τη λεφτεριά στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατη ηδονή στον πόνον –άξια γνώρα.
Μεγάλη τέχνη! Αρχιτεκτόνημα λόγου με βαθύτατο νόημα. Δουλεμένο πολύ. Δεν χρειάζεται ανάλυση, μόνο προσοχή. Και η πιο τρανή πουτάνα δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί όταν σήκωσε το βλέμμα Του. Κι από κει και ύστερα:
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,
διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμο ο αγέρας του βραδιού σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια.
Τί ν’ αναλύσουμε; Τα βήματά Του που καίτοι σβησμένα στη άμμο μένανε γλυκά σαν φώτα; Σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια; Σε δυο στίχους έδωσε όλη τη δύναμη της διδασκαλίας του Χριστού, μέσα από τη δύναμη της ποίησης.
 συνέχεια στο επόμενο φύλλο

Πολύ δυνατός ο Βάρναλης, δεν συμφωνείτε; Έγραψε με βουτηγμένη την πέννα του όχι στο μελάνι αλλά στο μυαλό, και συ πρέπει να διαβάσεις την ψυχή του. Αλλιώς δεν γίνεται. Βέβαια έπιασε ένα πολύ δυνατό θέμα όπως είναι η Μαγδαληνή στη σχέση της με το Χριστό. Συγκλονίστηκε για να συγκλονίσει. Και όπως να το κάνουμε ο Χριστός ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, που τάραξε την ανθρωπότητα. Και ο ποιητής, ο ίδιος ένας πραγματικός ιδεολόγος, τό ’πιασε σωστά. Και ίσως γι’ αυτό στη συνέχεια ξεφούσκωσε προδομένος από την ιδεολογία που πίστευε. Πάντως έχει πέντε-έξη ποιήματα που έχουν μέσα τους μπαρούτι και δεν χρειάζονται άλλα.
Οι δύο τελευταίες στροφές σκοτώνουν κυριολεκτικά τον αναγνώστη. Καθηλώνουν.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι ούτε με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι από καιρούς ολά ειταν ειπωμένα.
Μά’χες τη δύναμη ν’ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι’ όλα για σένα (κι άψυχα κι ανθρώποι) διάφανα γυαλιά
και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα!

Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω
κι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα τό ’νιωσα που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κι εγώ θα σ’ αναστήσω!
Είχες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιά / κι όλα για σένα (κι άψυχα κι ανθρώποι) διάφανα γυαλιά. Εσύ είσαι που είδες καθαρά τον ουρανό, την αλήθεια. (Ἡ ἀλήθεια ἔστιν ἐκ τῶν οὐρανῶν). Και σημασία έχει ποιος βλέπει την αλήθεια. Ποιος βλέπει τα καλά και υψηλά και τα κάνει πράξη.

Τόξερα ότι ήσουν άνθρωπος και θα πέθαινες κι εσύ σαν όλους τους άλλους, λέει εδώ η Μαγδαληνή. Εγώ όμως η πουτάνα θα σ’ αναστήσω. Θα σε κάνω θεό. Και τον έκανε. Η Μαγδαληνή είν’  εκείνη που έκανε το Χριστό θεό. Και ο Βάρναλης –μεγάλο πράγμα ο λόγος που όλα τα μπορεί- δούλεψε τόσο πολύ (προσέξτε και την ομοιοκαταληξία του· ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τους τρίτον και τέταρτον και ο δεύτερος με τον πέμπτον κλειδώνουν τη στροφή) ώστε η δύναμή του τρύπησε τον τοίχο και βγήκε πέρα. Έφτιαξε αυτό το μεγάλο ποίημα, που είναι ένας αγώνας. Τελικά κατάλαβε ότι σημασία δεν έχουν οι ψευτοϊδεολογίες αλλά η αλήθεια.
Τα είπαν, φίλε, κι άλλοι πριν από σένα. Η καθαρότητα όμως του μυαλού και της καρδιάς σου ήταν εκείνα που σ’ έκαναν να διαφέρεις. Και πού πήγε ο ποιητής και βρήκε το θέμα! Η Μαγδαληνή. Και πιο δύσκολα γράφεις αυτό το ποίημα παρά βιβλίο οχτακόσιες σελίδες.

Πίστεψα ότι δίδω, θα είπε ο Βάρναλης. Μπορεί να είναι λόγια αυτά που λέω, δεν παύουν όμως να είναι ένα αγώνισμα για την ψυχή και βοηθάνε. Κι αυτό το παλληκάρι παρ’ όλη την τρέλα του προσπάθησε να δώσει κάτι που νικάει τη ματαιότητα. Και τό ’δωκε τόσο καθαρά ανεξαρτήτως θρησκείας ακόμα κι αν δεν έχεις καμμία θρησκεία.
Όλοι προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μιαν ανασφαλή ασφάλεια. Η πόρνη που ήταν μέσα στη λάσπη και τίποτα πια γι’ αυτήν δεν είχε νόημα, η τυφλή ψυχή που την πήδαγαν οι ηγεμόνες, οι άρχοντες, οι αξιωματούχοι και οι άλλοι με τη μεγάλη οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, αυτή κατάλαβε τη ματαιότητα και καταργεί τη ματαιότητα. Θανάτω θάνατον πατήσασα. Θάνατος ήταν μέσα της. Αυτόν τον θανάτωσε, σκότωσε τον εαυτό της κι αναστήθηκε. Από τη λάσπη στο θεό.
Οι άλλοι, οι πολλοί, άρχοντες και μη, ούτε κατάλαβαν ούτε ήθελαν να καταλάβουν. Ούτε τότε ούτε τώρα ούτε ποτέ. Κι ο καθένας βρίσκει τη δική του δικαιολογία χαράζοντας την πορεία του, χωρίς κανείς να μπαίνει στο βάθος της ανθρώπινης τραγωδίας. Μπήκαν όμως αυτές οι γυναίκες, η Μαγδαληνή, η Κασσιανή. Στον «μέγα δείπνον» δεν ανταποκρίθηκαν οι υψηλοί καλεσμένοι. Ανταποκρίθηκαν όμως τα χαμίνια του δρόμου και οι περιθωριακοί. (Τα μωρά του κόσμου).
Αυτοί προσκύνησαν τη δύναμη Αυτού του Ανθρώπου. Σ’ αυτές τις γυναίκες βρήκε παρηγοριά κι ο ίδιος. Αυτές που ήσαν λάσπη και κοινές και ήθελαν οι ίδιες τη λύτρωση, μέσα στα λόγια και τις πράξεις Του, αφού είχαν γνωρίσει τη βρωμιά όσο κανείς.

Έτσι μοιράζοντας τα υπάρχοντά της, ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια, καθόλου ευκαταφρόνητης αξίας, ακολούθησε τα βήματά Του. Που κι αν τα σβηούσε ταχτικά / στον άμμο ο αγέρας του βραδιού σα φώτα μένανε γλυκά / για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια.
Και μείς τώρα απλώς τα λέμε. Μπορούμε όμως να κάνουμε αυτό που έκανε η Μαγδαληνή; Να καταργήσουμε τη ματαιότητα; Τις ματαιοδοξίες μας, τις υποκρισίες, το βούρκο, τα ψέματα μέσα στα οποία όλοι κολυμπάμε;
Και μεις έχουμε λεφτά. Τα δίνουμε όμως και ν’ αρκεστούμε σ’ ένα δωμάτιο σπίτι (τα μέγαρα τί τα θέλουμε; για να επιδειχθούμε κολακεύοντας τις ματαιοδοξίες μας προφανώς), ένα ρούχο απλό (τα πανάκριβα και τα χρυσά τι;) κι ένα πιάτο φαΐ; Γι’ αυτό ευκολότερο να περάσει καραβόσκοινο από την τρύπα της βελόνας (ἀπὸ τριμαλιᾶς ῥαφίδος) παρά αυτό. Δεν έχουμε τη δύναμη να απαρνηθούμε τον πλούτο και τη δόξα. Ξέρεις τι είναι να μην έχεις ούτε δόξες ούτε ματαιοδοξίες, ούτε εγωισμούς, ούτε αρρώστιες τέτοιες; Να μη σε απασχολεί και να μη σε βασανίζουν; Η Μαγδαληνή όμως το έκανε. Αυτή λοιπόν μπόρεσε να αναστηθεί και αυτή τον ανέστησε. Η ανάσταση δεν είναι κάτι υλικό, αλλά κάτι βαθειά ψυχικό. Αναστήθηκαν αυτές οι γυναίκες πρώτα που είχαν γνωρίσει τη βρωμιά της αρχοντιάς και του πλούτου, μέσα απ’ τα λόγια Του και με οδηγό αυτά, αφού τα ενστερνίστηκαν, αναστήθηκαν. Ανασταίνοντας με τη σειρά τους και Εκείνον, κάνοντας τόν αδύναμον παντοδύναμον. Η ανάσταση μόνον έτσι νοείται.

Μεγάλη η διδασκαλία του Χριστού. Λόγος και πράξη. Καμμία ανώτερη. Όποια άλλη μπροστά της σβήνει. Γίνεται λεία η ζωή μ’ αυτή. Και επί της ουσίας τον Μωσαϊκό νόμο τον κουρελιάζει ο Χριστός (τί σχέση έχει το «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ» με το «ἀγαπᾶτε καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους»; Ή «ο Μωσαϊκός νόμος λέει να λιθοβολήσουμε τη μοιχαλίδα. Εσύ τί λες;» Με το «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον»;) Δεν είναι ούτε μυστικιστική η διδασκαλία του Χριστού. Ας λένε οι θεολόγοι και οι άλλοι. Οι ιδέες, οι σκέψεις, τόσο καθαρές και σαφείς, αιχμηρές και απόλυτες. Ηφαίστεια πραγματικά. Είναι η πραγματικότητα πάνω στον πόνο. Ούτε φιλοσοφία είναι. Δεν μετριέται με φιλοσοφίες ο πόνος των ανθρώπων. Μόνο που εμείς δεν το καταλάβαμε. Ούτε οι μαθητές Του την κατάλαβαν. Την κατάλαβε όμως η κοινή, η Μαγδαληνή.
Κι εμένα σήμερα, που είχα πολλά χρόνια να ιδώ το ποίημα, μ’ έκανε να εκτιμήσω την αξία του Βάρναλη που είδε το θέμα φιλοσοφικά-ποιητικά και την αξία του Χριστού που την ανέδειξε και της έδωκε άλλη διάσταση. Μας χτύπησε όλους δυνατά ο ποιητής και μας έκανε να πονέσουμε.
 Και όπως η Μαγδαληνή ανάστησε το Χριστό (άνθρωπος είσαι και θα πέθαινες κι εσύ όπως όλοι, όμως εγώ μονάχα, που τόνοιωσα πόσο Χριστέ ’σουν άνθρωπος, εγώ θα σ’ αναστήσω) έτσι εδώ ο ποιητής με την τέχνη του ανασταίνει και τους δύο άλλη μια φορά. Κι όλοι εμείς μακάρι να πάρουμε το δυνατό αυτό μάθημα και να μη μείνει αιώνια θαμμένος. Αυτή θα είναι η Ανάσταση την οποία και σας εύχομαι ολόψυχα.

Σημείωση: Όσοι ευαίσθητοι, βρέστε στο διαδίκτυο ή όπου αλλού και διαβάστε μαζί με τη Μαγδαληνή και το άλλο ποίημα του Βάρναλη «Οι πόνοι της Παναγίας». Ένα ποίημα καταιγιστικό. Είναι εκείνο που λέει:
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’ αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς τόσες θα σε σταυρώσουν.
Να ιδείτε το Χριστό, πρώτη φορά ίσως, μέσα απ’ τα μάτια της μάννας Του… Ατέλειωτοι οι πόνοι του ανθρώπου… Όσο για τους τρεις αυτούς στίχους η Αγία Τριάδα της ποίησης.     

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti