Αρνάκι άσπρο και παχύ βόσκει αμέριμνο στο περιφραγμένο λιβάδι του κτηνοτρόφου κι απολαμβάνει τη φύση, χωρίς να νοιάζεται για την ύπαρξη του κακού λύκου, που με μια έφοδό του θα μπορούσε να το καταστήσει ένα χορταστικό γεύμα. Υπάρχει όμως ο λύκος; Κατά τα φαινόμενα δεν υπάρχει, γιατί δεν έχει κάνει την εμφάνισή του στα μέρη μας τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια. Άρα το αρνάκι μας είναι σίγουρο πως θα ζήσει τη ζωούλα του και θα γεράσει ευτυχισμένο.
Κούνια που το κούναγε! Ο κακός λύκος έχει σήμερα δύο ποδάρια και δύο χέρια που κάνουν τα πάντα. Μπορούν ν’ ακινητοποιήσουν το ευτυχισμένο αρνάκι και με το καλοακονισμένο μαχαίρι ν’ αφαιρέσουν τη ζωή του, οδηγώντας το πτώμα του σε φούρνο, μαζί με λάδι, αλάτι, πιπέρι, σκόρδο, πιπεριές και πολλά άλλα, ή σε κατσαρόλα με ντομάτες, κρεμμύδια, λαχανικά και πολλά καρυκεύματα, για να το απολαύσει φυσικά σαν πλουσιοπάροχο γεύμα.
Το αρνάκι φυσικά δεν τα γνωρίζει όλα αυτά. Δεν έτυχε να περάσει έξω από ένα κρεοπωλείο και να δει να κρέμονται κομματιασμένα τα πτώματα των ομοειδών του, μαζί μ’ εκείνα των μοσχαριών, των γουρουνιών, των κοτόπουλων και πολλών άλλων. Ακόμα κι αν περνούσε και τα έβλεπε, θα καταλάβαινε τίποτα; Θα πονηρευόταν πως αύριο θα έρθει κι η σειρά του να κρεμαστεί σ’ αυτά τα τσιγκέλια, όπως τούτα τα ζώα; Κι αν το καταλάβαινε, λέμε τώρα, τι μπορούσε να κάνει για να το αποφύγει; Ν’ αντισταθεί στον άνθρωπο; Αστεία υπόθεση! Μα αφού εξαρτάται από αυτόν. Εκείνος του χορηγεί τροφή, νερό και κατάλυμα. Χωρίς αυτόν, πώς θα επιβίωνε;
Κι όμως, τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πώς επιβίωσε τόσες χιλιάδες χρόνια, χωρίς την εξάρτησή του από τον άνθρωπο; Εκείνος, σύμφωνα με κάποιες έρευνες, τα έκανε οικόσιτα τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου. Πριν από αυτό, πώς επιβίωνε; Με ποιον τρόπο γλίτωνε από τους κακούς λύκους και όχι μόνο;
Αυτό δεν το γνωρίζει. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να έχουν περάσει στο DNA του, αλλά με την πάροδο των χρόνων, αφού δεν αξιοποιήθηκαν, έχουν προ πολλού σβηστεί. Το αρνάκι πια, κακά τα ψέματα, κι όχι μόνο αυτό, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την παρουσία του αφέντη του, που είναι ο άνθρωπος. Αυτός ορίζει τη ζωή του.
Όποτε θέλει το σφάζει, όποτε θέλει βάζει το αρσενικό να σμίξει με το θηλυκό, για την ανάγκη της αναπαραγωγής, ότι θέλει αυτός του δίνει να φάει, το αρμέγει, το κουρεύει, το σφάζει, το κάνει ότι θέλει, ανάλογα με το αν χρειάζεται γάλα, μαλλί ή κρέας. Περιθώρια αντίδρασης δεν έχει. Να επαναστατήσει; Αδύνατο! Να φύγει από το μαντρί, για να κάνει τι; Να βόσκει αμέριμνο στο ελεύθερο λιβάδι; Ποιο ελεύθερο λιβάδι; Έχει μείνει τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο ελεύθερο;
Αν το αφεντικό του δει πως δεν αναπτύσσεται, θα του χορηγήσει ορμόνες, που θα το κάνουν χαρούμενο, και σε πολύ λίγο διάστημα θα έχει γίνει διπλό, για να το σφάξει γρηγορότερα δηλαδή. Αν δει πάλι πως δεν τρώει, θα φέρει γιατρούς που θα το πλακώσουν με ενέσεις όρεξης, για τον ίδιο λόγο. Γενικά, θα φροντίσει το καλό αφεντικό, για το καλό των υποτακτικών του, γιατί αυτό επιτάσσει το συμφέρον του.
Αν οι καταναλωτές κρέατος προτιμούσαν τα αδύνατα αρνάκια από τα καλοθρεμμένα, θα έκανε τα πάντα για να παραμείνουν αδύνατα. Αν τα προτιμούσαν με μεγάλα πόδια ή με μικρό κεφάλι, θα έβαζε τους επιστήμονές του, τους διάσημους γενετιστές, να τα τροποποιήσουν έτσι όπως η γενική προτίμηση επιτάσσει, χωρίς κανένα ενδοιασμό, ούτε και τύψεις φυσικά.
Αν το αρνάκι μπορούσε να σκεφτεί, τι θα έκανε; Απλά θα ευχαριστούσε τον κτηνοτρόφο που του επιτρέπει να ζει. Τι κατάντια, θα πείτε! Όμως τα αρνάκια δεν έχουν σχέση με την ποίηση, δεν γνωρίζουν τον Ρήγα Φεραίο που έγραψε, «Κάλλιο ’ναι μίας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή», ούτε έχουν τη δυνατότητα να γράψουν κι αυτά ποιήματα, και να τα απαγγείλουν στα υπόλοιπα αρνάκια.
Δεν μπορούν να σκεφτούν το δίλημμα: «Αξίζει να ζει κανείς όπως ζούμε εμείς, εξαρτημένοι πλήρως από τον αφέντη μας, ή μήπως θα ήταν καλύτερα να μην είχαμε υπάρξει;», ούτε να κάνουν κάτι για να ανεξαρτητοποιηθούν. Να πολεμήσουν για τη λευτεριά τους. Καλά, τα αρνάκια δεν μπορούν, για τους λόγους που αναφέραμε, οι Έλληνες όμως;