Μια παλιά ιστορία

Τρίτη, 10 Νοέμβριος 2015 20:09 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ, έλαβε χώρα λίγα χρόνια πριν την κάθοδο των Δωριέων, στα 1200 πΧ περίπου, στην περιοχή μας. Οι κάτοικοί της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, και δεν είχαν ανακαλύψει ακόμα το σίδηρο. Τα όπλα τους ήταν μπρούτζινα, κι όχι πολύ αποτελεσματικά. Γενικά ήταν φιλειρηνικός λαός, και υπάκουε σ’ εθιμικό δίκαιο. Στη Σπιρτάδα, τη σημαντικότερη πόλη της περιοχής, (την αναφέρουν αρχαίοι ποιητές, αλλά οι αρχαιολόγοι δεν την έχουν εστιάσει, ούτε έχουν βρεθεί τα ερείπιά της), διαδραματίζεται η ιστορία μας.
Στην άκρη της πόλης υπήρχε το κατάλυμα της χήρας Ροδάνθης, μιλάμε φυσικά για ένα απλό καλυβάκι. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια μιας μάχης με ληστές, που είχαν κατέβει από το βουνό για πλιάτσικο, κι όπως το έθιμο διέτασσε, απαγορευόταν να ξαναπαντρευτεί. Είχε κερδίσει το σεβασμό των κατοίκων, αλλά εισέπραττε και τις αχόρταγες και πεινασμένες ματιές των αρσενικών, γιατί ήταν μόνο είκοσι πέντε χρόνων κι αρκετά όμορφη.
Εκείνη όμως δεν είχε μάτια παρά μονάχα για τον Γρέγο, που σχεδόν κάθε βράδυ έμπαινε σαν τον κλέφτη στο καλύβι της και τρυγούσε τις ηδονές του διψασμένου για έρωτα κορμιού της. Ο Γρέγος ξεχώριζε από τους υπόλοιπους, γιατί ήταν γεροδεμένος και γενναίος στις μάχες, αλλά από την άλλη ήταν αρκετά ευαίσθητος. Της έγραφε ποιήματα, της έπαιζε λύρα και την έκανε ευτυχισμένη, γιατί κανένας άλλος δεν της είχε συμπεριφερθεί έτσι.
Δεν θα είχε ενδιαφέρον η ιστορία μας, αν ο Γρέγος δεν ήταν παντρεμένος. Και τα έθιμα στη Σπιρτάδα ήταν αρκετά αυστηρά για τους μοιχούς: Θάνατος! Διαζύγιο, με την έννοια που το γνωρίζουμε σήμερα, ήταν άγνωστη λέξη εκείνη την εποχή. Άπαξ και παντρευόσουνα, ο Δίας να κατέβαινε, δεν μπορούσες ν’ αποχωριστείς τη σύζυγό σου.
Όμως οι ερωτευμένοι εραστές δεν κάμπτονταν, λες κι ο κίνδυνος να χάσουν τη ζωή τους, έκανε τις συναντήσεις τους πιο ελκυστικές. Αλλά, υπάρχει και το αλλά, που στην περίπτωσή μας μεταφράζεται στη ζήλια και στο φθόνο των υπολοίπων. Επειδή η Ροδάνθη δεν τους έκανε τα χατίρια, κοίταξαν να της βγάλουν τα μάτια. Ο παράνομος δεσμός έγινε αντιληπτός. Κατάστρωσαν λοιπόν ένα σχέδιο δράσης, για να τους πιάσουν στα πράσα. Το μίσος και η μικρότητα τους όπλισε τα χέρια.
Παραφύλαξαν ένα βράδυ, κι όταν είδαν το Γρέγο να μπαίνει στο καλύβι της χήρας, όρμησαν με γυμνά σπαθιά να τους αποτελειώσουν. Κανένας δεν επρόκειτο να τους κατηγορήσει για φόνο. Το έθιμο τους έδινε το δικαίωμα ακόμα και ν’ αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές, προκειμένου να τιμωρήσουν τους παραβάτες. Η έφοδος πραγματοποιήθηκε αστραπιαία. Η άμοιρη Ροδάνθη δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, και το κεφάλι της βρέθηκε να κυλάει κομμένο στο χώμα από το μένος των εισβολέων.
Δεν έγινε το ίδιο όμως και με το Γρέγο, που σαν σβέλτος πολεμιστής απέκρουσε τις πρώτες σπαθιές και στη συνέχεια πήδηξε έξω από το καλύβι κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Η γυναίκα του, που ήταν ανάμεσα στους εισβολείς, δεν μπορούσε να καταλάβει αν χάρηκε που ο άντρας της γλύτωσε, ή αν λυπόταν που δεν τον είχαν αποτελειώσει. Ο Γρέγος περιπλανήθηκε στα βουνά δυο χρόνια, ώσπου μια περίπολος που έψαχνε για καταφύγια ληστών, τον πέτυχε τη στιγμή που έστηνε παγίδες για ελάφια στο δάσος.
Τον συνέλαβαν και τον έφεραν δέσμιο στη Σπιρτάδα. Το έγκλημά του δεν ήταν δυνατόν να παραγραφεί, κι έπρεπε να τηρηθεί το έθιμο. Στην περίπτωσή του όμως δεν εφαρμόστηκε αυτοδικία. Τον άφησαν στην κρίση των γερόντων της φυλής. Η απόφασή τους ήταν αναμενόμενη. Θάνατος φυσικά! Ο Γρέγος δέχτηκε την απόφαση με καρτερία και λεβεντιά, και το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάξει τους κατηγόρους του πικραμένος. Στέκονταν περήφανοι που για άλλη μια φορά θα αποδιδόταν δικαιοσύνη και το έθιμο δεν θα έχανε την ισχύ του.
Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, πολλά δηλαδή ήθελε να τους πει, όπως, «Το έθιμο αυτό είναι άδικο και πρέπει να καταργηθεί. Τι σας πείραζε δηλαδή εσάς, που πήγαινα μαζί της; Αν εσείς ήσασταν στη θέση μου, πώς θα νοιώθατε; Θα πιστεύατε πως έχετε διαπράξει κάτι κακό; Δεν έβλεπα τα μάτια σας, με πόση λαιμαργία την κοιτούσαν; Μήπως λοιπόν με ζηλεύετε;», αλλά προτίμησε να σιωπήσει. Τι θα κέρδιζε, αν τα έβαζε μαζί τους άλλωστε;
Τον ρώτησαν για την τελευταία του επιθυμία, από τότε ίσχυε αυτό το άγραφο έθιμο, που δίνει τη δυνατότητα στο μελλοθάνατο να την ζητήσει, αλλά αυτός αρκέστηκε να τους πει πως θα το κάνει λίγο πριν του περάσουν τη θηλιά στο λαιμό. Κι όταν έφτασε αυτή η στιγμή, στάθηκε στητός μπροστά στο ικρίωμα και τους είπε:
«Θέλω να περάσει τη θηλιά στο λαιμό μου, αυτός που δεν έχει απατήσει ούτε μια φορά τη γυναίκα του, ή αυτός που δεν προσπάθησε να την απατήσει, ή ακόμα αυτός που δεν πόθησε άλλη γυναίκα εκτός από τη σύζυγό του!»
Κανένας από αυτούς που παρακολουθούσαν τον απαγχονισμό δεν κινήθηκε, κι ο Γρέγος ξαναπήρε σαν κύριος το δρόμο για το βουνό. Μετά από αυτό το γεγονός, το έθιμο αυτό ατόνησε, και δεν θανατώθηκε κανένας άλλος. Αργότερα που ήρθαν οι Δωριείς, κατάργησαν τη μοιχεία, αφού έδωσαν τη δυνατότητα στη γυναίκα, που είχε τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες, να διαλέγει αυτή τον ερωτικό της σύντροφο. Με την επικράτηση όμως του χριστιανισμού, επανήλθε το αξιόποινο της μοιχείας, και οι καταδικαστικές αποφάσεις γι’ αυτήν.
Η ιστορία αυτή μπορεί να συνέβη πριν πολλούς αιώνες στη Σπιρτάδα, όμως θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σήμερα, ή μήπως αμφιβάλετε;

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti